Διαδικτυακή έκδοση της κοινότητας των Ιησουιτών στην Ελλάδα / ISSN 2945-1736

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΘεία Λειτουργία και Συναισθήματα

Θεία Λειτουργία και Συναισθήματα

Θεία Λειτουργία και Συναισθήματα

Μέγεθος Κειμένου-+=
Το κείμενο του π. Pierre Faure, τ.Ι. δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Christus αρ. 261, Ιανουάριος 2019.

Πρέπει να αποδοκιμάζουμε ή να χαιρόμαστε για τη συναισθηματική αναστάτωση (δάκρυα, δυνατό αίσθημα ευσέβειας, αγαλλίαση και χαρά) που η Θεία Λειτουργία μπορεί να προκαλέσει εύκολα, ιδιαίτερα σε εκείνα τα άτομα που έχουν έντονη ευαισθησία; Ανάμεσα στον κίνδυνο μόνο της συναισθηματικής χαράς και στη σπουδαιότητα του συναισθήματος που τρέφει την πίστη, ο συγγραφέας βρίσκει τη μέση οδό στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας.

Ο Άγιος Αυγουστίνος(354-430), ένας από τους μεγαλύτερους χριστιανούς θεολόγους, γράφει στις Εξομολογήσεις του, με αναφορά στο συναίσθημα και τη Θεία Λειτουργία:

«Πόσα δάκρυα έχυνα ακούγοντας τους ύμνους Σου, τις ωδές Σου, τους γλυκούς φθόγγους, που αντηχούσαν στην Εκκλησία Σου! Πόση συγκίνηση διαπερνούσε το σώμα μου! Έφθαναν στ’ αυτιά μου και διύλιζαν την αλήθεια στην καρδιά μου». (Ιερού Αυγουστίνου, Οι Εξομολογήσεις , βιβλίο Θ΄, εκδ. Γραφείον Καλού Τύπου).

«Αλλά όσες φορές θυμηθώ τα δάκρυα, που μ’ έκαναν να χύσω τα άσματα αυτά της Εκκλησίας Σου κατά τους πρώτους χρόνους της επανόδου μου στην πίστη, και ότι ακόμη τώρα συγκινούμαι όχι από το άσμα, αλλά απ’ τα ψαλλόμενα θέματα, εφόσον ψάλλονται με καθαρή και μελωδική φωνή, αναγνωρίζω πόσο είναι προς το συμφέρον η συνήθεια που ανέφερα. Έτσι ταλαντεύομαι μεταξύ του κινδύνου της τέρψης και της εμπειρικής γνώσης της ωφέλειας και αποκλίνω υπέρ της γνώμης, η οποία δεν εννοώ να είναι οριστική, δηλαδή ότι πρέπει να επιδοκιμασθεί το έθιμο αυτό της Εκκλησίας Σου με την ελπίδα, ότι η τέρψη της ακοής θα προσελκύσει τις ασθενέστερες ψυχές στην ευσέβεια. Οπωσδήποτε, κάθε φορά που με συγκινεί το άσμα περισσότερο απ’ το ψαλλόμενο θέμα, ομολογώ ότι αμαρτάνω, στην περίπτωση δε αυτή θα προτιμούσα να μην ακούω τα ψαλλόμενα». (Ιερού Αυγουστίνου, Οι Εξομολογήσεις , βιβλίο Ι΄, εκδ. Γραφείον Καλού Τύπου).

Φωτογραφία από Doğu Tuncer από το Pexels: https://www.pexels.com/el-gr/photo/16295975/

Το άσμα ή αυτό που ψάλλουμε;

Ο Άγιος Αυγουστίνος, το μεγάλο αυτό πνεύμα, που η σκέψη του κυριαρχεί στην εποχή του, ομολογεί τον δισταγμό του να σχηματίσει μία σταθερή γνώμη για το όφελος ή μη του συναισθήματος που προκαλείται από τους ύμνους και τα άσματα στη Λειτουργία. Δικαίως εκπλήσσεται κανείς με αυτή τη διστακτικότητα ενός συγγραφέα που μπορεί να είναι τόσο αποφασιστικός στην αποσαφήνιση του πνευματικού νοήματος των πιο ασαφών χωρίων πολλών ψαλμών! Ακόμη και αν η ευαισθησία του Αγίου Αυγουστίνου ήταν αναμφίβολα ζωηρή, και τα δάκρυα του συναισθήματος έρχονταν συχνά εύκολα, η διστακτικότητά του στη σκέψη τους μάς υποδεικνύει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα δύσκολο ερώτημα. Η αμηχανία θα πρέπει να μάς αποτρέψει από την απλούστευση και μάς συστήνει να μην απομακρυνθούμε από την πολυπλοκότητα αυτού που διακυβεύεται στην εκδήλωση του συναισθήματος, της συγκίνησης και της πίστης.

Ωστόσο, για να ξεκινήσουμε, μπορούμε να συγκεντρώσουμε κάποιες ενδείξεις με τα λόγια του Αγίου Αυγουστίνου. Μέσα στον δισταγμό του, το πρώτο βέβαιο σημείο είναι το «αίσθημα ευσέβειας»• Είναι αυτό το συναίσθημα που πρέπει να επιτευχθεί κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Το παραθέτει δύο φορές, πάντα από συγκίνηση: «Πόσα δάκρυα έχυνα ακούγοντας τους ύμνους Σου, τις ωδές Σου, τους γλυκούς φθόγγους που αντηχούσαν στην Εκκλησία Σου! Πόση συγκίνηση διαπερνούσε το σώμα μου! Έφθαναν στ’ αυτιά μου και διύλιζαν την αλήθεια στην καρδιά μου». Τρία βήματα αναφέρονται: το αυτί που λαμβάνει τον ήχο του άσματος, η αλήθεια (πιθανόν χωρίς διάκριση του λόγου και της μουσικής) που ενσταλάζεται στην καρδιά και από εκεί προέρχονται τα αισθήματα της ευσέβειας. Συντελείται έτσι ένας μετασχηματισμός και θα μπορούσαμε ήδη να μιλήσουμε για μία εσωτερική μεταστροφή.

Το δεύτερο απόσπασμα μιλάει επίσης για τη διαδρομή αυτή: «Κλίνω υπέρ της γνώμης … ότι πρέπει να επιδοκιμασθεί το έθιμο αυτό της Εκκλησίας Σου με την ελπίδα, ότι η τέρψη της ακοής θα προσελκύσει τις ασθενέστερες ψυχές στην ευσέβεια». Ξανά διακρίνονται τα ίδια τρία επίπεδα της εμπειρίας: το αυτί, το πνεύμα και το αίσθημα της ευσέβειας, που είναι μια κίνηση ανοδική, περνώντας από το ένα βήμα στο άλλο.

Μέσα στα δύο αυτά συγκρίσιμα αποσπάσματα, το συναίσθημα δεν είναι ένα στάδιο του ταξιδιού προς την ευσέβεια, αλλά διαπερνά κάθε τι που νιώθουμε. Η διάκριση που κάνει ο Άγιος Αυγουστίνος είναι ανάμεσα στον κίνδυνο της συναισθηματικής χαράς και μόνο, που προκαλείται από την τέρψη του άσματος, και τη χρησιμότητα του συναισθήματος που διαπερνά το πνεύμα, το οποίο τρέφει την πίστη και οδηγεί στη συνάντηση με τον Θεό, κάτι που ονομάζει «αίσθημα της ευσέβειας».

Καθώς η λέξη «ευσέβεια» έχει γίνει παρωχημένη, αν όχι υποτιμητική, πρέπει να διευκρινίσουμε το νόημα που μπορεί να έχει για τον Άγιο Αυγουστίνο: δέος, αγάπη, στοργή και σεβασμός – γι’ αυτό μιλάει ο Άγιος Αυγουστίνος όταν λέει «αίσθημα ευσέβειας». Αυτές οι τέσσερις στάσεις, ή κινήσεις της ψυχής προς τον Θεό, μπορούν να συνοδεύονται φυσικά από συναίσθημα, αλλά αποσκοπούν στο να σταθούν ενώπιον του Θεού, στη μόνη στάση που του αρμόζει, δηλαδή στη στάση που τον θεωρεί γι’ αυτό που είναι πραγματικά. Να γιατί ο Άγιος Αυγουστίνος φοβάται τόσο πολύ μήπως χάσει αυτή την ακρίβεια και μήπως περιοριστεί στην απλή απόλαυση του συναισθήματος , χωρίς να καταφέρει να σταθεί ενώπιον του Θεού όπως αρμόζει στην αληθινή κίνηση της ευσέβειας.

Ο συγγραφέας των «Εξομολογήσεων» αντιπαραθέτει επίσης το άσμα από «αυτό που ψάλλεται». Μπορούμε να σκεφτούμε ότι, γράφοντας για το άσμα, σκιαγραφεί τη χαρά της μουσικής του άσματος, «τους γλυκούς φθόγγους», «την τέρψη της ακοής», ενώ «αυτό που ψάλλεται» αφορά στο κείμενο που ψάλλεται και επομένως στη στάση της πίστης και στην έκφραση της προσευχής, που προσφέρονται από τη λειτουργική πράξη. Για τον Άγιο Αυγουστίνο που γνωρίζει καλά τους ψαλμούς, «αυτό που ψάλλεται» κατά τη Λειτουργία είναι ασφαλώς ο ίδιος ο Θεός. Ο Κύριός μας υμνείται («εσένα θα εξυμνήσω κι όχι θεούς αλλότριους», ψαλμός 137. Ψαλμός 12: «θα υμνολογώ τον Κύριο για όσα μου ’χει κάνει»). Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, καλύτερα ότι ο Άγιος Αυγουστίνος μιλάει για αμαρτία όταν συμβαίνει να βρίσκει περισσότερο συναίσθημα στον ύμνο απ’ ό,τι σε αυτό που ψάλλουμε. Έχει να κάνει με τον κίνδυνο απομάκρυνσης από τον Θεό εξαιτίας της απόλαυσης της μουσικής. Το ίδιο και με την πίστη. Το πράγμα είναι σοβαρό. Να γιατί ο Άγιος Αυγουστίνος δεν διστάζει να αντιπαραθέσει τον «κίνδυνο της τέρψης με την εμπειρική γνώση της ωφέλειας».

Και ωστόσο, στην πρακτική του λειτουργικού άσματος, αυτή η διάκριση φαίνεται λίγο στην πράξη. Αρκετά μεγάλος αριθμός ύμνων για τη Λειτουργία επιλέγονται επειδή είναι «σύγχρονοι και ρυθμικοί» ή «καινούργιοι», «ελκυστικοί» ή «συγκινητικοί». Πολύ σπάνια αναφερόμαστε σ’ αυτό που ψάλλεται».

Γνωρίζουμε επίσης την καλλιτεχνική επιτυχία μεγάλου μέρους της χριστιανικής λειτουργικής μουσικής σήμερα. Η «Λειτουργία» έγινε ένα μουσικό είδος από μόνο του εκτός Λειτουργίας και μια σειρά από τραγούδια, μοτέτα, ψαλμωδίες, Gloria, requiem μέχρι και οι γρηγοριανοί ύμνοι, δίνονται σε συναυλίες μέσα στις εκκλησίες και σε αίθουσες μουσικής. Αν μπορούμε να πούμε από την εμπειρία μας ότι αρκετοί από αυτούς τους ερμηνευτές και μεγάλο μέρος του ακροατηρίου δεν γνωρίζουν «αυτό που ψάλλεται», υπάρχουν και πολλοί άλλοι που αυτές οι κορυφαίες εκφράσεις της μουσικής τέχνης τούς οδηγούν σε ένα αξιοσημείωτο επίπεδο… συγκινητικής εσωτερικότητας και πνευματικότητας.

Φωτογραφία από cottonbro studio: https://www.pexels.com/el-gr/photo/7567332/

«Τότε ανοίχτηκαν τα μάτια τους και κατάλαβαν ποιος είναι»

Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά την αφήγηση στην πορεία προς την Εμμαούς (Λκ 24, 13-35), βρίσκουμε μία πορεία μεταμόρφωσης των συναισθημάτων των μαθητών, που συνδέεται με μία διαδρομή η οποία έχει τη μορφή της τέλεσης της Ευχαριστίας: για τους μαθητές, που πιθανόν να αισθάνονται ντροπή για την προδοσία τους και είναι απογοητευμένοι από την ανάληψη των υποχρεώσεών τους, ο ζωντανός και παρών Χριστός σχολιάζει τις Γραφές και μοιράζει τον άρτο.

Από την πλευρά των συναισθημάτων, η αφήγηση υποδεικνύει αρχικά τη θλίψη των μαθητών: «Ο Ιησούς τους ρώτησε: ‘Για ποιο ζήτημα μιλάτε μεταξύ σας τόσο έντονα ενώ περπατάτε και είστε σκυθρωποί;’». Έπειτα, η αφήγηση υποδεικνύει την κατάπληξή τους: «Μάς αναστάτωσαν και μερικές γυναίκες από τον κύκλο μας. Πήγαν πρωί πρωί στον τάφο και δεν βρήκαν το σώμα του. Ήρθαν λοιπόν και μας έλεγαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων, οι οποίοι τους είπαν ότι αυτός ζει».

Τέλος, όταν ο αναστημένος Ιησούς εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια τους, είπαν μεταξύ τους: «Δεν φλεγόταν η καρδιά μας μέσα μας, καθώς μάς μιλούσε στον δρόμο και μάς ερμήνευε τις Γραφές;». Οι παρατηρήσεις για τα συναισθήματα των μαθητών διανθίζουν την αφήγηση αυτή καθώς εξελίσσεται η συνάντησή τους με τον ζώντα Χριστό. Όμως νομίζω ότι το πιο εντυπωσιακό είναι η απότομη αλλαγή ρυθμού, η πεποίθηση, το αποφασιστικό πνεύμα και η ταχύτητα δράσης με την οποία οι μαθητές γύρισαν αλλάζοντας δρόμο για να συναντήσουν τους συντρόφους τους που είχαν αφήσει στην Ιερουσαλήμ, μόλις είχαν καταλάβει ότι ο Χριστός είναι ζωντανός.

«Την ίδια ώρα σηκώθηκαν και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί βρήκαν συγκεντρωμένους τους έντεκα μαθητές και όσους ήταν μαζί τους, που έλεγαν ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κύριος και φανερώθηκε στον Σίμωνα. Τους εξήγησαν λοιπόν κι αυτοί τα όσα τους είχαν συμβεί στον δρόμο και πώς τον αναγνώρισαν όταν τεμάχιζε το ψωμί».

Αυτό το τέλος της αφήγησης έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της . Οι μαθητές, απογοητευμένοι και χωρίς ελπίδα γίνονται οι πρώτοι ιεραπόστολοι της Καλής Είδησης του ζωντανού Χριστού. Προφανώς είναι η συνάντηση με τον ζώντα Χριστό που προκάλεσε αυτή την εντυπωσιακή μεταμόρφωση. Και επιπλέον στην αφήγηση αυτή αναγνωρίζουμε και στοιχεία της λειτουργικής μορφής . Στο κέντρο της αφήγησης , τα τέσσερα ρήματα της ευχαριστιακής πράξης του Ιησού που είναι τα ίδια με εκείνα του τελευταίου δείπνου του: «Την ώρα που κάθισε μαζί τους για φαγητό, πήρε το ψωμί, το ευλόγησε και, αφού το έκοψε σε κομμάτια, τους έδωσε» (Λκ 24,30). Γνωρίζουμε ότι αυτά τα τέσσερα ρήματα αναφέρονται από τα τρία συνοπτικά ευαγγέλια στην αφήγηση του τελευταίου δείπνου του Ιησού. Είναι επίσης τα ίδια στις έξι αφηγήσεις του πολλαπλασιασμού των άρτων που μάς μεταφέρουν τα τέσσερα ευαγγέλια. Αυτές οι πράξεις είναι εμφανώς χαρακτηριστικές των συμβολικών κινήσεων του Ιησού, ένα είδος σημείου ταυτότητας. Πριν από αυτή την κίνηση τη συμβολική, τη χειρονομία, ήρθε η συνάντηση του αναστημένου Χριστού με τους μαθητές και, προοδευτικά, ο σχολιασμός των Γραφών που εξηγούν «τα όσα έγιναν εκεί αυτές τις μέρες» (Λκ 24,18). Πρέπει να σημειωθεί, για τους σκοπούς μας, ότι το συναίσθημα των μαθητών αναφέρεται μόνο για τα λόγια του Ιησού ενώ πορεύονταν και όχι για την αρτοκλασία: «Δεν φλεγόταν η καρδιά μας μέσα μας, καθώς μάς μιλούσε στον δρόμο και μάς ερμήνευε τις Γραφές;» (Λκ 24,32). Δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι δεν ισχύει το ίδιο σήμερα, καθώς η ευχαριστιακή λατρεία προκαλεί τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό που γνωρίζουμε. Σε σημείο που θα πρέπει αναμφίβολα να αναρωτηθούμε για την έλλειψη λατρείας του λόγου του Θεού.

Τέλος, έχουμε την επιστροφή των μαθητών που, καθώς τελικά πίστεψαν, μπαίνουν τη νύχτα χωρίς φόβο σε αντίθετη πορεία, προς την Ιερουσαλήμ, τόπο της προδοσίας τους, και ξαναβρίσκοντας τους συντρόφους τους, ξεκινούν έτσι την Εκκλησία. Το ίδιο συμβαίνει με όλη την ευχαριστιακή λατρεία, που τελειώνει με την ευχή «πορεύεστε εν ειρήνη Κυρίου», μια πρόσκληση στη δράση.

Πιστεύω ότι δεν έχουμε ολοκληρώσει τον διαλογισμό αυτής της ιστορίας που τόσο συχνά σχολιάζεται στις μέρες μας για να κατανοήσουμε, εκ των έσω, πώς οι λειτουργικές πράξεις μπορούν να οδηγήσουν τα συναισθήματά μας και να τα μετατρέψουν σε οδηγούς προς μια πορεία ενεργού και αφοσιωμένης πίστης στην Εκκλησία.

Το αίσθημά μας ή η χάρη του Θεού;

Στη σύγχρονη Λειτουργία, η εικοστή τέταρτη προσευχή μετά την κοινωνία για τις Λειτουργίες της κοινής περιόδου στο ρωμαϊκό λειτουργικό, μπορεί να μας υποδείξει ένα άλλο σημαντικό σημείο αναφοράς για το θέμα μας: «Η χάρη των ουρανίων δώρων, Κύριε, ας κατακτήσει το πνεύμα και το σώμα μας, ώστε να μην υπερισχύει σ’ εμάς το δικό μας φρόνημα, αλλά πάντοτε η δική σου δύναμη. Δια του Ιησού Χριστού…».

Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στη χάρη του Θεού που ενεργεί μέσα μας και στο δικό μας αίσθημα δεν είναι συχνή στα λειτουργικά κείμενα των καθολικών τελετουργιών, εκτός αυτής της προσευχής. Ωστόσο, μου φαίνεται ότι αποκαλύπτει μια υποβόσκουσα επιφυλακτικότητα που διέπει ολόκληρη την καθολική Λειτουργία. Σαν μια δυσπιστία έναντι του συναισθηματισμού στη λειτουργική δράση. Πράγματι, η Λειτουργία – ιδιαίτερα εκείνη του ρωμαϊκού τυπικού – αποσκοπεί στο να εκδηλώσει, να δώσει και να συνοδεύσει τη δράση της χάρης του Θεού στις τελετουργικές πράξεις, και δεν σταματά στα αποτελέσματα που έχει στα αισθήματα των πιστών. Η Λειτουργία γνωρίζει ότι είναι δράση, έργο του Θεού (opus Dei) ώστε οι ίδιοι οι πιστοί να μπουν σε πορεία, σε ενέργεια μεταστροφής, ευσπλαχνίας και προσευχής, χωρίς να σταματήσουν στο αποτέλεσμα (που μπορεί να είναι ισχυρό,) των τελετουργιών στα αισθήματα και στα συναισθήματά τους.

Μια άλλη προσευχή μετά την κοινωνία λέει επίσης το ίδιο, αλλά με διαφορετικό τρόπο: «Ανανεωμένοι, Κύριε, από τον άρτο της θείας τράπεζας, σε παρακαλούμε η τροφή αυτή της αγάπης να ενισχύει τις καρδιές μας και να μας ωθεί να σε υπηρετούμε στο πρόσωπο των αδελφών μας. Δια του Ιησού Χριστού…». Το δώρο της αγάπης του Θεού δια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας μέσω της Λειτουργίας μπορεί, επομένως, να μας κάνει να φλεγόμαστε από ευσπλαχνία, σηματοδοτώντας έτσι την ευαισθησία, το αίσθημα και το συναίσθημα μας. Η ενέργεια όμως αυτού του δώρου δεν σταματάει σε αυτό το επίπεδο του αισθήματος. Η ευσπλαχνία που λαμβάνουμε πρέπει να συνεχίσει και να είναι ενεργοποιημένη, πάντοτε σε δύο κατευθύνσεις: προς τον ίδιο τον Χριστό και προς τους αδελφούς και τις αδελφές μας, κατευθύνσεις που είναι στην ουσία μία, η συνάντηση με τον Χριστό.

Ο Άγιος Αυγουστίνος περνώντας από την απόλαυση και το συναίσθημα που προκαλεί το άσμα, στοχεύει στην ίδια συνάντηση με τον Χριστό που είναι άλλωστε ο άξονας ολόκληρου του βιβλίου του, Οι Εξομολογήσεις. Και, προτείνει την ίδια διαδρομή για την τέλεση των επτά μυστηρίων, από το βάπτισμα μέχρι τη χειροτονία, που καθοδηγώντας και μετατρέποντας τα συναισθήματα, οδηγεί προς την ίδια συνάντηση με τον ζώντα Χριστό.