Διαδικτυακή έκδοση της κοινότητας των Ιησουιτών στην Ελλάδα / ISSN 2945-1736

ΚΟΙΝΩΝΙΑΗ εγκύκλιος επιστολή Rerum Novarum - η απάντηση της Εκκλησίας στις ανάγκες...

Η εγκύκλιος επιστολή Rerum Novarum – η απάντηση της Εκκλησίας στις ανάγκες της εποχής

Η εγκύκλιος επιστολή Rerum Novarum – η απάντηση της Εκκλησίας στις ανάγκες της εποχής

Μέγεθος Κειμένου-+=

Η πρώτη και σημαντικότερη πηγή, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την καθολική άποψη για την κοινωνία, είναι η Κοινωνική Διδασκαλία της Εκκλησίας. Πρόκειται για έναν ανεξάρτητο κλάδο της ηθικής θεολογίας που παρουσιάζει την επίσημη καθολική άποψη για διάφορες πτυχές της ανθρώπινης ζωής στην κοινωνία, μεταξύ των οποίων η εργασία κατέχει εξέχουσα θέση. Η ίδια η Κοινωνική Διδασκαλία της Εκκλησίας έχει ως σημαντικότερη πηγή της τη Βίβλο. Δεύτερον, υπάρχει η διδασκαλία των Πατέρων και των Διδασκάλων της Εκκλησίας, όπως ο Άγιος Αυγουστίνος και ο Θωμάς ο Ακινάτης. Τέλος, η τρίτη πηγή αποτελείται από τις εγκύκλιες επιστολές των Παπών και άλλα έγγραφα που αποτελούν μέρος του Διδακτικού Σώματος της Εκκλησίας. Αν και η Κοινωνική Διδασκαλία απευθύνεται κυρίως στους Καθολικούς, σκοπεύει να αποτελέσει σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη ενός “ολοκληρωμένου και αλληλέγγυου ανθρωπισμού”1 γενικά. Η θεμελιώδης στιγμή για τη διαμόρφωση της Κοινωνικής Διδασκαλίας στη σύγχρονη μορφή της ήταν η δημοσίευση της εγκυκλίου Rerum Novarum του Πάπα Λέοντα ΙΓ’ το έτος 1891. Τη σημασία αυτού του εγγράφου ως ορόσημο για την Κοινωνική Διδασκαλία της Εκκλησίας δείχνει το γεγονός ότι δημοσιεύθηκαν τρεις εγκύκλιες επιστολές από τους διαδοχικούς Πάπες για να τιμήσουν την έκδοσή του: η Quadragesimo Anno του Πίου ΙΑ΄ (1931), η Mater et Magistra του Ιωάννη ΚΓ΄ (1961) και η Centesimus Annus του Ιωάννη Παύλου Β΄ (1991).

Η πρωτοποριακή εγκύκλιος επιστολή του Λέοντα ΙΓ’ ονομάζεται συνήθως Rerum Novarum (Για το κεφάλαιο και την εργασία), που είναι οι εισαγωγικές λέξεις (incipit) της λατινικής της έκδοσης. Υπάρχει επίσης ένας πρόσθετος τίτλος που βρίσκεται στο λατινικό κείμενο: “de conditione opificum” που σημαίνει “για την κατάσταση των εργαζομένων”. Αυτός ο δεύτερος τίτλος προσδιορίζει καλά τον κύριο άξονα της εγκυκλίου, η οποία αποτελεί απάντηση της επίσημης Διδασκαλίας της Καθολικής Εκκλησίας στα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τον μετασχηματισμό της κοινωνίας που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση. Η Rerum Novarum αποτελεί μια συζήτηση με δύο κύριες κοσμικές αντιλήψεις για την κοινωνία: τη φιλελεύθερη και τη σοσιαλιστική. Ασκεί κριτική σε ορισμένες πτυχές και των δύο και διατυπώνει την άποψή της με βάση τις δικές της αρχές.

Η φιλελεύθερη αντίληψη συνέβαλε ως ιδεολογική συνιστώσα στη διαμόρφωση της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Υπογραμμίζει την ελευθερία των ατόμων και θεωρεί το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την ελεύθερη επιχειρηματικότητα ως βάση όλων των άλλων ατομικών ελευθεριών. Συνδυάζεται με την αντίληψη της ελεύθερης αγοράς η οποία θα πρέπει να αυτορυθμίζεται με όσο το δυνατόν λιγότερη παρέμβαση εκ μέρους της κρατικής εξουσίας. Η καπιταλιστική κοινωνία γεννήθηκε ως αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης.

Προκάλεσε τον διαρθρωτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας από εκείνη στην οποία η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ζούσε και εργαζόταν στην ύπαιθρο, σε εκείνη στην οποία ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι μετανάστευαν στις πόλεις για να εργαστούν σε διάφορα εργοστάσια. Τα εργοστάσια ανήκαν σε μια μειοψηφία ατόμων που αύξαναν τον πλούτο τους. Ως αποτέλεσμα γεννήθηκε ένα νέο μεγάλο κοινωνικό στρώμα που ονομάστηκε εργατική τάξη. Η κατάσταση των μελών αυτής της νέας κοινωνικής ομάδας είναι πολύ άσχημη. Φεύγουν από τις αρχικές τους κοινότητες, μεταναστεύουν στις πόλεις όπου ζουν και εργάζονται σε κακές συνθήκες κερδίζοντας λίγα χρήματα. Η εργασία τους και οι ίδιοι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από αυτούς που τους απασχολούν. Συνέπεια της αυξανόμενης οικονομικής ανισότητας στην καπιταλιστική κοινωνία είναι οι απάνθρωπες συνθήκες ζωής και εργασίας των εργαζομένων. Μια λύση για την κατάσταση αυτή πρότεινε ο σοσιαλισμός ή κομμουνισμός του οποίου ο πιο άμεσος υποστηρικτής ήταν ο Καρλ Μαρξ. Αυτό που ο Μαρξ μαζί με την πλειονότητα των άλλων σοσιαλιστών θεωρούσε ως τη μόνη λύση για την κατάφωρη κοινωνική αδικία και τα δεινά της εργατικής τάξης ήταν η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Μαρξ και πολλοί άλλοι μαζί του είδαν, αρκετά ρεαλιστικά, ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος ήταν μέσω μιας επανάστασης. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, μόλις επιτυγχανόταν μια κοινωνία χωρίς ατομική ιδιοκτησία, στην οποία τα αγαθά των ατόμων θα γίνονταν κοινά για όλους, θα έπαυαν να υπάρχουν οι κοινωνικές αδικίες που γνώριζε η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα, οι οποίες είχαν τις ρίζες τους κυρίως στην οικονομική ανισότητα.

Ο Λέων ΙΓ’ συμμερίζεται τη σοσιαλιστική άποψη ότι η απομόνωση των μεμονωμένων μελών της εργατικής τάξης και η ριζική οικονομική ανισότητα έχουν οδηγήσει στην εκμετάλλευση “των αναρίθμητων μαζών των μη ιδιοκτητών εργατών” από “πολύ λίγους πλούσιους και υπερβολικά πλούσιους άνδρες”2 . Παρόλα αυτά δεν συμφωνεί με τις θεραπείες για αυτές τις κοινωνικές ασθένειες που προτείνουν οι σοσιαλιστές. Πιστεύουν ότι οι ανταγωνισμοί μεταξύ φτωχών και πλουσίων, η λεγόμενη ταξική πάλη, πρέπει να τροφοδοτούνται μέχρι να καταστήσουν δυνατή μια επανάσταση μέσω της οποίας θα μπορούσε να επιτευχθεί η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτή η άποψη είναι εντελώς ξένη προς την Κοινωνική Διδασκαλία της Εκκλησίας για διάφορους λόγους. Πρώτα απ’ όλα αντιτίθεται στη βασική χριστιανική αξία που είναι η αγάπη του πλησίον. Η επιδίωξη να επιτευχθεί η κοινωνική δικαιοσύνη μέσω της αντιπαράθεσης διαφορετικών στρωμάτων της κοινωνίας και της πρόκλησης επανάστασης, η οποία είναι πάντα ένα είδος εμφυλίου πολέμου, είναι από μόνη της αντιφατική, εξαιρετικά επιζήμια και τελικά αντιπαραγωγική. Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να επιτευχθεί με την πρόκληση αδικίας, η οποία αναπόφευκτα θα λάβει χώρα αν ξεκινήσει η επανάσταση. Αντί να καλλιεργείται η εχθρότητα μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, είναι προτιμότερο να αναζητηθούν οι τρόποι συνεργασίας μεταξύ τους προκειμένου να επιτευχθεί το κοινό καλό της ίδιας κοινωνίας στην οποία ανήκουν και οι δύο.

Οι νέες αδικίες θα δημιουργούνταν όχι μόνο ως αποτέλεσμα της βίας που θα προκαλούσε η επανάσταση, αλλά ακόμη πιο θεμελιωδώς από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Λέων ΙΓ’ δηλώνει ότι η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, όπως προτείνουν οι σοσιαλιστές, αντιβαίνει στο βασικό φυσικό δικαίωμα του ανθρώπου “να κατέχει πράγματα, ιδιωτικά, ως δικά του”3 . Υπονομεύει επίσης ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα πίσω από κάθε ενασχόληση με την εργασία, που είναι η απόκτηση μέσων με τα οποία όχι μόνο μπορεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην αλλά και να αποκτήσει κινητά και ακίνητα αγαθά. Ο Πάπας το συνοψίζει ως εξής: “Επομένως, στο μέτρο που οι σοσιαλιστές επιδιώκουν να μεταφέρουν τα αγαθά των ιδιωτών στο σύνολο της κοινότητας, χειροτερεύουν τη μοίρα όλων των μισθωτών, διότι καταργώντας την ελευθερία διάθεσης του μισθού, τους αφαιρούν με την πράξη αυτή ακριβώς την ελπίδα και την ευκαιρία να αυξήσουν την περιουσία τους και να εξασφαλίσουν πλεονεκτήματα για τους ίδιους”4 . Ένα άτομο αναλαμβάνει εργασία με σκοπό την απόκτηση ιδιοκτησίας όχι μόνο ενόψει του δικού του συμφέροντος, αλλά ακόμη περισσότερο ενόψει της ευημερίας της οικογένειας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η κατοχή ενός σπιτιού για να ζει κανείς συμβάλλει σε τεράστιο βαθμό στην ευημερία μιας οικογένειας.

Η ιδέα της μεταβίβασης της ιδιοκτησίας των αγαθών από τα άτομα στην τοπική ή κεντρική εξουσία δεν είναι κακή μόνο επειδή παραβιάζει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και επειδή “διαστρεβλώνει τη λειτουργία του κράτους”5 . Αυτό συμβαίνει επειδή αντιβαίνει στην αρχή της επικουρικότητας, μια από τις βασικές αρχές της Κοινωνικής Διδασκαλίας της Καθολικής Εκκλησίας που διατυπώθηκε ήδη στη Rerum Novarum. “Η επικουρικότητα, νοούμενη με τη θετική έννοια ως οικονομική, θεσμική ή νομική βοήθεια που προσφέρεται σε μικρότερες κοινωνικές οντότητες, συνεπάγεται μια αντίστοιχη σειρά αρνητικών συνεπειών που επιβάλλουν στο κράτος να απέχει από οτιδήποτε θα περιόριζε εκ των πραγμάτων τον υπαρξιακό χώρο των μικρότερων ουσιαστικών κυττάρων της κοινωνίας. Η πρωτοβουλία, η ελευθερία και η υπευθυνότητά τους δεν πρέπει να υποκατασταθούν”6 . Το κράτος δεν πρέπει να απορροφήσει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία που ανήκει στα άτομα και εξυπηρετεί ένα άλλο βασικό κύτταρο του ιστού της κοινωνίας που είναι η οικογένεια. Θα πρέπει μάλλον να το προστατεύει και να το καλλιεργεί, ενθαρρύνοντας τη γέννηση και την ανάπτυξη ενδιάμεσων οντοτήτων της κοινωνίας των πολιτών, όπως οι διάφορες ενώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, εφόσον επιδιώκουν να συμβάλουν στο κοινό καλό της κοινωνίας.

Μπορούμε να πούμε ότι η κοσμοϊστορική εγκύκλιος του Λέοντα ΙΓ’ και η Κοινωνική Διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας γενικότερα προτείνουν μια μέση οδό ανάμεσα στα δύο άκρα του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Ευθυγραμμίζεται με την κλασική φιλελεύθερη άποψη ότι το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία είναι ένα θεόσταλτο, φυσικό ανθρώπινο δικαίωμα καθώς και θεμέλιο της προσωπικής ελευθερίας. Από την άλλη πλευρά, συμμερίζεται τη σοσιαλιστική άποψη ότι οι διάφορες ενώσεις είναι απαραίτητες για το κοινό καλό της κοινωνίας. Ταυτόχρονα αποστασιοποιείται από την πεποίθηση του κλασικού φιλελευθερισμού ότι το κράτος πρέπει να περιοριστεί σε νυχτοφύλακα και αναγνωρίζει την ανάγκη παρέμβασης του κράτους όταν το απαιτεί η ευημερία των μικρότερων κοινωνικών οντοτήτων ακολουθώντας την αρχή της επικουρικότητας. Αν και η βασική αρχή της Κοινωνικής Διδασκαλίας παραμένει το ανθρώπινο πρόσωπο, βλέπει τον αναγκαίο ρόλο της κοινωνικής διάστασης για την ευημερία του δίνοντας έμφαση στην οικογένεια ως την πρώτη φυσική κοινωνία. Ως αυτού του είδους η ισορροπημένη θέση που υιοθετεί τα καλύτερα σημεία από διαφορετικές απόψεις, η εγκύκλιος Rerum Novarum στην εποχή της καθώς και η Κοινωνική Διδασκαλία της Εκκλησίας στη σημερινή της μορφή παρέχουν μια καλή απάντηση στις ανάγκες της εποχής.

Υποσημειώσεις

  1. Σύνοψη της Κοινωνικής Διδασκαλίας της Εκκλησίας, 7.
  2. Rerum Novarum, 6.
  3. Rerum Novarum, 10.
  4. Rerum Novarum, 9.
  5. Rerum Novarum, 8.
  6. Σύνοψη της Κοινωνικής Διδασκαλίας της Εκκλησίας, 186.