Διαδικτυακή έκδοση της κοινότητας των Ιησουιτών στην Ελλάδα / ISSN 2945-1736

ΚΟΙΝΩΝΙΑΝέες πραγματικότητες και κοινωνική αδικία

Νέες πραγματικότητες και κοινωνική αδικία

Νέες πραγματικότητες και κοινωνική αδικία

Μέγεθος Κειμένου-+=
Το παρόν άρθρο εμφανίστηκε στο περιοδικό Promotio Justitiae της Γραμματείας Κοινωνικής Δικαιοσύνης και Οικολογίας των Ιησουιτών, αρ. 121, Ιανουάριος 2016. Επιμέλεια: Ειρήνη Κουτελάκη

Οι σημερινές βαθιές ανισότητες είναι άδικες και δεν πρέπει να συνεχιστούν. Η φτώχεια και η βία συνδέονται, οι βλάβες που προκαλούνται στο περιβάλλον πλήττουν περισσότερο τους φτωχούς, ενώ η οικονομική ευθύνη και η οικονομική δικαιοσύνη συνδέονται άρρηκτα. Οι παγκόσμιοι παράγοντες, δηλαδή οι εταιρείες και οι οικονομικοί υπεύθυνοι, οι πολιτικοί και οι αναλυτές των πολιτικών, καθώς και η μη κυβερνητικές ομάδες πίεσης, μπορούν να εργαστούν για μεγαλύτερη δικαιοσύνη. Οι κυβερνήσεις και οι διακυβερνητικοί οργανισμοί που παίζουν σημαντικό ρόλο παγκοσμίως σήμερα, μπορούν να κάνουν πολλά περισσότερα για τα ζητήματα αυτά. Αν οι ομάδες αυτές μπορούσαν να συμμεριστούν ένα όραμα του παγκόσμιου κοινού καλού, και να εργαστούν σθεναρά για να το προωθήσουν, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε πιο αποτελεσματικά στις προκλήσεις της συμπερίληψης και της βιωσιμότητας. Όμως μια πραγματικά χριστιανική και ανθρωπιστική απάντηση απαιτεί έναν χάρτη δράσης, ένα όραμα του τι είναι δυνατό, και του τι θα πρέπει να γίνει. Ένα όραμα του κοινού καλού μπορεί να οδηγήσει σε πιο δίκαιες και ισότιμες πολιτικές και πρακτικές.

Συμμετέχοντας στο κοινό καλό, οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους σε μια κοινή κοινωνική ζωή, που τους επιτρέπει να συνειδητοποιήσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους. Η αποτελεσματική προώθηση του κοινού καλού εξουδετερώνει τις σοβαρές απειλές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που θέτουν η φτώχεια, η ανισότητα και οι κοινωνικές συγκρούσεις. Οι απειλές αυτές κατακερματίζουν την κοινωνία, αποδυναμώνοντας ή ενίοτε καταστρέφοντας τους κοινωνικούς δεσμούς που απαιτεί η αξιοπρέπεια. Ομοίως, η προώθηση του κοινού καλού αντιμετωπίζει τις περιβαλλοντικές απειλές υποστηρίζοντας τη βαθιά διασύνδεση των ανθρώπων και του φυσικού κόσμου σε μια κοινή οικολογική κοινότητα. Το όραμα του κοινού καλού της ανθρώπινης και της οικολογικής κοινότητας αποτελεί έτσι ουσιαστικό οδηγό για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που έθεσε ο Πάπας Φραγκίσκος.

Τα σημεία των καιρών

Οι στοχασμοί του πάπα Φραγκίσκου για τις προκλήσεις που παρουσιάζουν οι οικονομικές σχέσεις είναι καίριες. Οι Ιησουίτες και οι συνεργάτες τους που εργάζονται στα πεδία των οικονομικών και της πολιτικής οικονομίας παρατηρούν κάποιες νέες πραγματικότητες που χαρακτηρίζουν την εξελισσόμενη κατάσταση της οικονομικής ζωής. Αυτές οι νέες πραγματικότητες είναι απλώς στοιχεία που ορίζουν τον κόσμο μας και επηρεάζουν τη ζωή εκείνων που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, δηλαδή τους ευάλωτους, τους ανίσχυρους και τους μη προνομιούχους.

Photo by Clay Banks on Unsplash

Η φτώχεια παραμένει πεισματικά υψηλή, παρά την σημαντική οικονομική ανάπτυξη κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Παρά την ενθαρρυντική μείωση της ακραίας φτώχειας, πάνω από δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν με λιγότερα από δύο δολάρια την ημέρα, και το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της μεσαίας τάξης. Όπως έχει δηλώσει ο άγιος πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, «τα αγαθά αυτού του κόσμου προορίζονται για όλους» (SRS 42).

Η φτώχεια, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στην έλλειψη απαραίτητων υλικών πόρων, όπως η τροφή ή η κατοικία. Μπορεί επίσης να σημαίνει αποκλεισμό από την αλληλεπίδραση με τους άλλους και τη συμμετοχή στην κοινωνία που είναι απαραίτητη για έναν ελάχιστα ανθρώπινο τρόπο ζωής. Οι φτωχοί συχνά στερούνται την εκπαίδευση και τις κοινωνικές διασυνδέσεις που υποστηρίζουν τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Η επιρροή τους στο πολιτικό πεδίο μπορεί επίσης να περιορίζεται από τις εργασιακές απαιτήσεις, οι οποίες τείνουν να είναι λιγότερο ευέλικτες γι’ αυτούς. Επιπλέον, οι φτωχοί είναι συχνά αναγκασμένοι να ζουν σε γεωγραφικά μειονεκτικές τοποθεσίες ή διαχωρισμένοι σε κοινότητες που έχουν μικρή πρόσβαση στα αγαθά και τις υπηρεσίες. Έτσι, στερούνται τις κοινωνικές δαπάνες, καθώς και άλλες ευκαιρίες που βελτιώνουν τη ζωή, όπως η τέχνη, ο πολιτισμός και άλλες μορφές αναψυχής. Ομοίως, οι φτωχοί άνθρωποι συχνά στιγματίζονται ή θεωρούνται ανάξιοι της κοινωνικής υποστήριξης που είναι απαραίτητη για να ξεπεράσουν τη δύσκολη θέση τους. Η φτώχεια, επομένως, αποτελεί απειλή για τη θεμελιώδη αξία πολλών ανθρώπων σήμερα. Η ακραία στέρηση που συνεπάγεται η κατοχή τόσο χαμηλών εισοδημάτων, καθώς και η στέρηση και η απανθρωποποίηση που την συνοδεύουν, αποτελούν σοβαρή προσβολή της αξιοπρέπειας αυτών των ανθρώπων.

Η χριστιανική πίστη υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα του Θεού (Γένεση 1:27). Κάθε ανθρώπινο ον διαθέτει μια ιερότητα και αξιοπρέπεια που απαιτεί σεβασμό και κοινωνική υποστήριξη. Όταν διαθέτουμε τους πόρους που απαιτούνται για να το καταστήσουμε δυνατό, κάθε άνθρωπος θα πρέπει να έχει αρκετό φαγητό, βασική εκπαίδευση και πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη. Όλοι θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στην κοινωνική συμμετοχή και την πολιτική φωνή που είναι απαραίτητη για να ζουν με αξιοπρέπεια.

Το σκάνδαλο της έκτασης και του βάθους της φτώχειας σήμερα θέτει έτσι μια ισχυρή πρόκληση τόσο για την Εκκλησία όσο και για την ευρύτερη κοινωνία. Όπως το έθεσε ο Πάπας Φραγκίσκος: “Κάθε μεμονωμένος χριστιανός και κάθε κοινότητα καλείται να γίνει όργανο του Θεού για την απελευθέρωση και την προώθηση των φτωχών και για να τους δώσει τη δυνατότητα να γίνουν πλήρως μέρος της κοινωνίας” (EG 187). Η απόδοση δικαιοσύνης στους φτωχούς αποτελεί έτσι μια βασική πτυχή της χριστιανικής κλήσης σήμερα. Το καθήκον να διασφαλίζεται η αξιοπρέπεια των προσώπων αποτελεί απαίτηση της δικαιοσύνης. Η εργασία για τη διασφάλιση της δικαιοσύνης για τους φτωχούς απαιτείται επομένως από όλους και πρέπει να συμβάλλει στη διαμόρφωση των εθνικών και παγκόσμιων οικονομικών πολιτικών.

Η ανισότητα ανεβαίνει σταθερά, και μετράται τόσο με τα κέρδη όσο και με τον πλούτο. Σε όλο τον κόσμο, η συντριπτική πλειοψηφία των κερδών πηγαίνει σε μια ιδιαίτερα μικρή ομάδα ελίτ, ενώ για τους περισσότερους ανθρώπους, τα εισοδήματα έχουν ανέβει μόνο οριακά. Σχεδόν ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός δεν διαθέτει καθόλου πλούτο. Όπως μάς υπενθύμισε η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού, «τα αγαθά της γης [πρέπει] να βρίσκονται στη διάθεση όλων, με δικαιοσύνη και αγάπη» (GS 69).

Την πρόκληση της φτώχειας επιτείνει η αυξανόμενη ανισότητα μεταξύ των πλουσιότερων μελών της κοινωνίας και του υπόλοιπου πληθυσμού, τόσο εντός των κρατών όσο και σε ολόκληρη την παγκόσμια κοινότητα. Η ανισότητα αυξάνεται σχεδόν σε όλες τις χώρες από το 1980 περίπου. Τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης έχουν κατανεμηθεί με εξαιρετικά άνισους τρόπους, ιδίως εντός των εθνών. Σε πολλές χώρες υπήρξε ταχεία αύξηση του πλούτου και του εισοδήματος από επενδύσεις σε ένα σχετικά μικρό ποσοστό του πληθυσμού που είναι πλούσιο, ενώ τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης και των ατόμων με χαμηλά εισοδήματα έχουν προχωρήσει πολύ πιο αργά, αν έχουν προχωρήσει καθόλου. Ενώ κάποιοι φτωχοί έχουν γίνει οριακά πιο εύποροι, οι πλούσιοι είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται εκθετικά. Στην πραγματικότητα, λιγότερα από 100 άτομα στον κόσμο έχουν περισσότερο πλούτο από τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό.

Διαφορετικές χώρες παρουσιάζουν διαφορετικές πτυχές του κοινωνικού αποκλεισμού, αντανακλώντας την ιδιαίτερη αποικιακή και επαναστατική ιστορία τους, τη δημογραφία και τις πεποιθήσεις τους. Αυτό οδηγεί σε ανισότητα μεταξύ των ομάδων εντός των χωρών, και ορισμένες από αυτές τις τάσεις ισχύουν παγκοσμίως.

Οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες στη φτώχεια και στην άνιση οικονομική ευκαιρία απ’ ό,τι οι άνδρες. Υποφέρουν πολύ περισσότερο από τους άνδρες από την ενδοοικογενειακή βία και την έλλειψη παιδείας σε όλους τους πολιτισμούς. Όλα αυτά τα δεδομένα διευρύνουν το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, ενώ απαιτούν ίσο μερίδιο και ισότιμη συμμετοχή σε θρησκευτικό και πολιτικό επίπεδο.

Στις περισσότερες χώρες, οι νέοι αναμένεται να εργαστούν, να ανεξαρτητοποιηθούν, να παντρευτούν και να δημιουργήσουν οικογένεια. Το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό των νέων δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις προσδοκίες αποτελεί ένδειξη ότι ο αποκλεισμός αυξάνεται για αυτή την ηλικιακή ομάδα. Αποκλείονται όλο και περισσότερο από την αγορά εργασίας, τους θεσμούς, τις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις και την πολιτική. Ο αποκλεισμός των νέων σε μέρη όπως η Ευρώπη και η Μέση Ανατολή δεν είναι τόσο διαφορετικός, καθώς αντιμετωπίζουν παρόμοιες απειλές, όπως τα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας που είναι υπερδιπλάσια από εκείνα του ενήλικου πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά, οι ηλικιωμένοι, ιδιαίτερα εκείνοι που ανήκουν σε χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες, αντιμετωπίζουν την μοναξιά επειδή δεν έχουν πόρους. Ορισμένοι συνεχίζουν να εργάζονται μέχρι σε πολύ προχωρημένη ηλικία και συχνά αντιμετωπίζουν τη φτώχεια, τη βία και την κακοποίηση από την κοινωνία, ακόμη και από την άμεση οικογένειά τους.

Οι ιθαγενείς και οι περιθωριοποιημένες εθνοτικές μειονότητες βιώνουν διακρίσεις και παγιωμένες προκαταλήψεις που έχουν περιορίσει τις εκπαιδευτικές, κοινωνικές και εργασιακές ευκαιρίες τους. Παραμελούνται και συχνά αποκλείονται συστηματικά από τη διαδικασία της ανάπτυξης. Οι νέοι και οι ηλικιωμένοι αυτών των μειονοτήτων συχνά σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της φτώχειας και της ανισότητας.

Οι ανισότητες στα εισοδήματα και στον πλούτο, φυσικά, υπήρχαν πάντα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ωστόσο, η σημερινή αύξηση της ανισότητας είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, διότι έρχεται σε αντίθεση με τις ευκαιρίες που ανοίγονται από τη σημαντική ανάπτυξη και την παραγωγικότητα στη σύγχρονη εποχή. Αυτό οφείλεται εν μέρει στον τρόπο με τον οποίο ο πλούτος διευκολύνει τη δημιουργία πρόσθετων περιουσιακών στοιχείων. Όσοι διαθέτουν περισσότερους πόρους, επομένως, έχουν πλεονέκτημα έναντι εκείνων που διαθέτουν λιγότερους και έτσι βλέπουν συχνά τα εισοδήματα και τις περιουσίες τους να ξεπερνούν εκείνους που κατέχουν λίγα ή τίποτα στην αρχή. Η αυξανόμενη ανισότητα έχει συνοδεύσει την άνοδο των ατελώς ανταγωνιστικών αγορών (ολιγοπώλιο ή μονοπώλιο) και των μη ρυθμισμένων ή απορρυθμισμένων χρηματοπιστωτικών ανταλλαγών. Πράγματι, η επέκταση αυτών των αγορών και η αυξανόμενη συγκέντρωση ορισμένων κλάδων συσχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την αύξηση της ανισότητας του εισοδήματος και του πλούτου. Περαιτέρω, η αυξανόμενη ανισότητα εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι οι έχοντες σημαντικό πλούτο έχουν πλεονεκτήματα στην πρόσβαση και στον επηρεασμό του πολιτικού συστήματος και των ηγετών του. Είναι σε θέση να προωθούν πολιτικές που τους ωφελούν και να αντιστέκονται σε πολιτικές που θα έθεταν σε κίνδυνο τη θέση τους. Οι φτωχοί υφίστανται τις συνέπειες. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι πολιτικές επιλογές, υποστηριζόμενες από τη δέσμευση για κοινωνική αλληλεγγύη, έχουν επιτύχει χαμηλότερη ανισότητα και μεγαλύτερη μείωση της φτώχειας στις χώρες που το έχουν θέσει ως προτεραιότητα.

Η ανισότητα διχάζει την κοινωνία με τρόπους που έχουν σοβαρές ηθικές συνέπειες. Είναι μια πληγή που πλήττει την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Ο διαχωρισμός μεταξύ των πολύ πλουσίων και των πολύ φτωχών, ακόμη και μεταξύ των πολύ πλουσίων και της μεσαίας τάξης, αποτελεί μια σκληρή πρόκληση για την πλήρη ανθρώπινη άνθηση τόσο για τα άτομα όσο και για τις κοινότητες στις οποίες ανήκουν. Δημιουργούν και ενισχύουν κοινωνικές διαιρέσεις στις οποίες μια μικρή ομάδα στην κοινωνία έχει πρόσβαση σε σχεδόν απεριόριστα αγαθά και ευκαιρίες, ενώ μια επίμονη πλειοψηφία στερείται τέτοιων ευκαιριών. Δυστυχώς, αν και οι τεχνολογίες επικοινωνίας έχουν βελτιωθεί, αυτές οι διαφορετικές κοινωνικές τάξεις φαίνεται να έχουν όλο και λιγότερες ευκαιρίες να αλληλεπιδρούν και να δημιουργούν δεσμούς αλληλεγγύης. Αυτές οι διαιρέσεις καθιστούν δύσκολο να οραματιστεί κανείς πώς όλα τα μέλη της κοινωνίας συνδέονται στην πραγματικότητα μεταξύ τους σε μια ενιαία κοινότητα. Σε ορισμένες χώρες, οι κοινωνικές διακρίσεις έχουν παγιωθεί σε διπλές κοινωνίες ή πολυεπίπεδες, στις οποίες τα άτομα μιας βαθμίδας δεν αλληλεπιδρούν ποτέ με τα άτομα άλλων βαθμίδων, καθιστώντας την κοινωνική κινητικότητα μεταξύ των βαθμίδων σχεδόν αδύνατη.

Η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού επιβεβαίωσε, ωστόσο, ότι ο Θεός θέλει όλοι οι άνθρωποι “να ζουν μαζί σε μια οικογένεια” ως αδελφοί και αδελφές (GS, 24). Η Σύνοδος διδάσκει ότι τόσο η χριστιανική αποκάλυψη όσο και οι νόμοι της κοινωνικής ζωής, κατανοητοί από μια πιο κοσμική προοπτική, μάς λένε ότι είμαστε αλληλοεξαρτώμενοι ο ένας από τον άλλον. Καλούμαστε σε μια ζωή που μοιραζόμαστε ο ένας με τον άλλον και δεν διαιρούμαστε από ανισότητες που αποκλείουν τόσους πολλούς από τους πόρους που δημιούργησε ο Θεός και τον πλούτο που παρήγαγε η ανθρώπινη εφευρετικότητα. Αυτή η αλληλεξάρτηση επιτυγχάνεται σε στενές κοινότητες, όπως οι οικογένειες, σε μεγαλύτερες κοινότητες, όπως το έθνος, και σε παγκόσμιο επίπεδο σε ολόκληρη την ανθρώπινη κοινότητα στο σύνολό της. Οι ανισότητες που δημιουργούν βαθιές διαιρέσεις στην ανθρώπινη κοινότητα, αφήνοντας πολλά εκατομμύρια ανθρώπους απελπιστικά φτωχούς, αντιβαίνουν τόσο στο σχέδιο του Θεού για την ανθρωπότητα όσο και στο ίδιο το νόημα της κοινής μας ανθρωπιάς.

Κάποια αίτια που συντελούν και επιτείνουν τις κοινωνικές διαιρέσεις μεταξύ άλλων είναι και ότι:

Η φύση της εργασίας αλλάζει ραγδαία, συχνά με ανησυχητικούς τρόπους. Η αποβιομηχανοποίηση, η εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών και οι τεχνολογικές μεταβολές έχουν παραγάγει μια νέα τάξη μακροχρόνια «εργαζόμενων φτωχών» που εργάζονται ατελείωτες ώρες σε χαμηλόμισθες δουλειές, με ελάχιστη πιθανότητα κοινωνικής κινητικότητας. Οι τεχνολογικές μεταβολές ωφελούν όσους έχουν προχωρημένη εκπαίδευση ενώ υπονομεύουν τις εργασιακές ευκαιρίες για όσους έχουν λιγότερες δεξιότητες.

Οι μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών μπορεί να έχουν αποσταθεροποιητικές συνέπειες για τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις από άτομα, οικογένειες και χώρες. Αυτή η αστάθεια πλήττει περισσότερο τους φτωχούς, των οποίων η πρόσβαση σε τρόφιμα, ενέργεια, αποταμιεύσεις και σταθερή απασχόληση έχει επηρεαστεί σοβαρά.

Ο ιδιωτικός τομέας έχει αποκτήσει ολοένα και μεγαλύτερη σπουδαιότητα, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για επιχειρηματικότητα και απασχόληση, αλλά και μειώνοντας το ρόλο του κράτους με τρόπους που προκαλούν έντονη ανησυχία. Οι μεγάλες εταιρείες μπορούν συχνά να ασκούν οικονομική δύναμη μεγαλύτερη από εκείνη των κρατών που τις φιλοξενούν. Αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι εταιρείες θα λογοδοτούν για τις επιπτώσεις της δραστηριότητάς τους στις τοπικές κοινότητες, στους αυτόχθονες πληθυσμούς και στο περιβάλλον.

Η βιωσιμότητα των σημερινών οικονομικών πρακτικών μας αποτελεί σήμερα μια κρίσιμη πρόκληση. Η κλιματική αλλαγή, η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η εξάντληση των πόρων έχουν ήδη παγκόσμιες επιπτώσεις, και το βάρος έχουν επωμιστεί δυσανάλογα οι φτωχοί. Η ιδιωτική εμπορευματοποίηση και η αποκλειστική χρήση πόρων όπως το νερό, τα δάση, η γη, οι βυθοί και οι προστατευόμενες περιοχές αποτελούν ήδη απειλή για τις φτωχότερες κοινότητες. Τα σημερινά επίπεδα κατανάλωσης αποτελούν σοβαρή απειλή για τις μελλοντικές γενιές.

Ο ρυθμός εξόρυξης των φυσικών πόρων δεν μπορεί να διατηρηθεί. Η επιστημονική ανάλυση και, πλέον, η πραγματικότητα, δείχνουν ότι αντιμετωπίζουμε σοβαρές απειλές τόσο για την οικολογική σταθερότητα όσο και για την ανθρώπινη ευημερία, εάν η κατανάλωση συνεχιστεί με τον σημερινό ρυθμό. Προς το παρόν, τα πρότυπα οικονομικής δραστηριότητας, όπως η υπερεκμετάλλευση, η υπεραλίευση, η αποψίλωση των δασών κ.λπ., συχνά βλάπτουν τόσο το περιβάλλον όσο και τους φτωχούς. Ωστόσο, η οικολογική και κοινωνική κατάρρευση μπορεί ακόμη να αποτραπεί αν ενημερωθούμε για τους κινδύνους αυτούς και αν αναλάβουμε συγκεκριμένες δράσεις για να αποτρέψουμε αυτούς τους κινδύνους. Η περιορισμένη ικανότητα του πλανήτη να επεξεργάζεται τα επιβλαβή κατάλοιπα είναι μια πτυχή αυτού του προβλήματος που αποτελεί κίνδυνο για τον πλανήτη μας, ο οποίος θα αυξηθεί εκθετικά αν δεν γίνει τίποτα. Οι τεχνολογικές λύσεις μπορούν να βοηθήσουν, αλλά μπορούν και αυτές να δημιουργήσουν μεγαλύτερες ζημιές, όπως έχουμε δει σε πολλές περιπτώσεις σε όλο τον κόσμο (LS, αρ. 20).

Οι βλαβερές συνέπειες της υπερβολικής και κακής χρήσης των πόρων είναι επίσης άνισα κατανεμημένες. Η περιβαλλοντική υποβάθμιση πλήττει σχεδόν πάντα τους φτωχούς πιο σοβαρά. Οι φτωχοί είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στους φυσικούς κινδύνους και στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες ακριβώς επειδή η φτώχεια τους τοποθετεί στην περιφέρεια της κοινωνίας και τους εμποδίζει να λάβουν μέτρα για να προστατευθούν από αυτούς τους κινδύνους και τις αλλαγές. Με απλά λόγια, είναι πιο ευάλωτοι στις επιπτώσεις της ρύπανσης, της αποψίλωσης των δασών, της ερημοποίησης και της διάβρωσης του εδάφους.

Ειδικότερα, οι φτωχοί είναι πιο πιθανό να εκτεθούν στις βλάβες που προκύπτουν όταν οι μη βιώσιμες πρακτικές γεωργίας, εμπορικής υλοτομίας, αλιείας και εξόρυξης απειλούν τους πόρους του αέρα, του νερού και του εδάφους. Αυτές οι βλάβες είναι συχνά αποτέλεσμα των ενεργειών των μεγάλων εξορυκτικών βιομηχανιών, των μεταλλευτικών εταιρειών και των αγροτικών επιχειρήσεων, αλλά προκύπτουν επίσης εν μέρει από τις ενέργειες που πρέπει να κάνουν οι φτωχοί για να επιβιώσουν, όπως η χρήση δασικής ξυλείας για το μαγείρεμα των γευμάτων τους. Όλα αυτά τα προβλήματα μπορούν να οδηγήσουν σε έναν διευρυνόμενο κύκλο περιβαλλοντικών προβλημάτων.

Από την άλλη πλευρά, ο έλεγχος των κρίσιμων φυσικών πόρων, όπως το νερό και το έδαφος, τείνει να ωφελεί τα υπάρχοντα ισχυρά συμφέροντα, αυξάνοντας τις οικολογικές πιέσεις που αντιμετωπίζουν όσοι έχουν λιγότερα. Οι επιχειρηματικοί όμιλοι συχνά δεν ενδιαφέρονται να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους και την παραγωγή τους υπό το πρίσμα των επιπτώσεων που αυτές έχουν στο περιβάλλον, διότι οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να απειλήσουν τα κέρδη. Πολλοί ισχυροί επιχειρηματικοί όμιλοι συμβάλλουν σημαντικά τόσο στη συνολική οικονομική ανάπτυξη των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται όσο και στις κυβερνήσεις των χωρών αυτών. Οι κυβερνήσεις που θα έπρεπε να ρυθμίζουν αυτές τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τους παρέχουν ειδικά προνόμια. Αυτά τα προνόμια μπορεί να οδηγήσουν σε πρότυπα που εκτοπίζουν αποτελεσματικά τους ντόπιους κατοίκους, αναγκάζοντάς τους να μεταναστεύσουν. Στους εκτοπισμένους περιλαμβάνονται συχνά αυτόχθονες, ακτήμονες έποικοι και αγρότες και οι φτωχοί της υπαίθρου. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πρόσθετη απώλεια πόρων και οικονομικών ευκαιριών, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο στον οποίο η φτώχεια οδηγεί σε ευάλωτες καταστάσεις, που με τη σειρά τους της οδηγούν σε μεγαλύτερη φτώχεια (LS, αρ. 52). Έτσι, οι κοινές δράσεις των κρατών και των μεγάλων επιχειρήσεων επηρεάζουν πολύ συχνά τους πόρους και το περιβάλλον με τρόπους που αυξάνουν τη φτώχεια και την ανισότητα, την οικολογική αστάθεια και τα προβλήματα υγείας.

Όπως αναγνωρίζει η εγκύκλιος Laudato Si´, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες θα απειλήσουν πιθανώς τα μέσα διαβίωσης και τη ζωή των πιο ευάλωτων με πρόσθετους τρόπους. Οι φτωχοί είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στις βλαβερές συνέπειες των περιοδικών επεισοδίων ξηρασίας και πλημμυρών. Είναι επίσης ιδιαίτερα ευάλωτοι στην κλιματική αλλαγή που μπορεί να μεταβάλει τις συνθήκες διαβίωσης και να περιορίσει την πρόσβαση στους φυσικούς πόρους. Παρατηρούμε αύξηση της συχνότητας και της έντασης των φυσικών καταστροφών, όπως οι τυφώνες. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή θα εκτοπίσει πιθανότατα εκατομμύρια ανθρώπους τις επόμενες δεκαετίες. Οι περισσότεροι πιθανότατα δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Το αποτέλεσμα αυτό επιδεινώνει την αυξανόμενη φτώχεια μεταξύ των γενεών παγκοσμίως. Έτσι, μπορούμε να περιμένουμε να δούμε πολλά εκατομμύρια ανθρώπους να μετατρέπονται σε de facto πρόσφυγες λόγω της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Πολλοί από τους εκδιωχθέντες είναι και θα είναι φτωχοί και ευάλωτοι, και θα καταστούν ακόμη πιο φτωχοί λόγω του εκτοπισμού τους.

Η βιβλική περιγραφή της Δημιουργίας εξυμνεί το εγγενές αγαθό όλων των φυσικών πόρων και των ζωντανών ειδών της γης. Όπως ακριβώς η Βίβλος δηλώνει ότι “ο Θεός κοίταξε όλα όσα είχε φτιάξει, και είδε ότι ήταν καλά” (Γένεση 1:31), έτσι πρέπει και εμείς να κοιτάζουμε όλους τους πόρους και τα έμβια όντα της γης και να βλέπουμε πόσο καλά είναι. Οι οικονομικές δραστηριότητες, οι πολιτικές και οι θεσμοί που αναπτύσσουμε θα πρέπει να σέβονται την εγγενή αξία των φυσικών πόρων και των έμβιων όντων της γης.

Οι οικονομικές δράσεις, οι πολιτικές και οι θεσμοί θα πρέπει να υπηρετούν την ιερή αξιοπρέπεια όλων των ανδρών και των γυναικών. Η βιβλική αφήγηση μας παρουσιάζει έτσι ένα ηθικό και θρησκευτικό όραμα που μπορεί να μας βοηθήσει να διαμορφώσουμε την παγκόσμια οικονομική ζωή με τρόπους που επιδιώκουν ταυτόχρονα την προστασία της ακεραιότητας του περιβάλλοντος και την ευημερία όλων των ανθρώπων.

Οι άνθρωποι καλούνται να ανταποκριθούν σε αυτή την υπόσχεση, εργαζόμενοι για τη συμφιλίωση μεταξύ διαιρεμένων πόλεων, εθνών και λαών. Με παρόμοιο τρόπο, καλούμαστε να αποτρέψουμε περαιτέρω ζημιές στο περιβάλλον και να εργαστούμε για την αποκατάσταση της ακεραιότητας της παγκόσμιας οικολογίας. Η ανταπόκριση στις προκλήσεις της οικονομικής δικαιοσύνης θα πρέπει επομένως να συνδεθεί με την εμβάθυνση της οικολογικής και περιβαλλοντικής ευθύνης.

Η βία που μαστίζει τη σημερινή εποχή έχει συχνά οικονομικές ρίζες. Η ενδοοικογενειακή βία, η εγκληματικότητα και η παραβατικότητα συνδέονται συχνά με την έλλειψη αξιοπρεπών θέσεων εργασίας – η διαρκής στέρηση μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική αναταραχή – η οικονομική περιθωριοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα πρότυπα μετανάστευσης. Οι οικονομικές διαιρέσεις συχνά διασταυρώνονται με άλλες βαθιές κοινωνικές διαιρέσεις, επιτείνοντας την πιθανότητα διαμάχης μεταξύ θρησκευτικών ή εθνοτικών κοινοτήτων. Τέτοιοι οικονομικοί παράγοντες δεν προκύπτουν τυχαία. Αντίθετα, είναι το αποτέλεσμα αποφάσεων που λαμβάνονται από κράτη, επιχειρήσεις και καταναλωτές, που συχνά παράγουν τόσο εκμετάλλευση όσο και συγκρούσεις μεταξύ των λαών.

Photo by Clay Banks on Unsplash

Σήμερα οι οικονομικές πληγές της φτώχειας και της ανισότητας διχάζουν τις κοινωνίες με τρόπους που γίνονται όλο και πιο επικίνδυνοι. Οι κοινωνικοοικονομικές διαιρέσεις που κατακερματίζουν τόσο τις χώρες όσο και τον κόσμο στο σύνολό του οδηγούν συχνά σε συγκρούσεις και βία. Όταν ξεσπούν βίαιες συγκρούσεις, αυτό με τη σειρά του μειώνει την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ένταξη. Η φτώχεια και οι συγκρούσεις συγκλίνουν έτσι για να αποδυναμώσουν την ελπίδα και να υπονομεύσουν τη δράση για θετική κοινωνική αλλαγή. Η εμβάθυνση της εισοδηματικής ανισότητας είναι η υπ’ αριθμόν ένα τάση στην παγκόσμια σκηνή σήμερα και αυτή η ανισότητα απειλεί να φέρει πολιτική αστάθεια, βία και συγκρούσεις στο πέρασμά της. Ένας φαύλος κύκλος οικονομικής αδικίας και κοινωνικών συγκρούσεων απειλεί να φέρει βαθύτερο ανθρώπινο πόνο και απώλεια ελπίδας.

Μπορούμε να διακρίνουμε διάφορους τρόπους με τους οποίους η οικονομική αδικία συνδέεται με τις συγκρούσεις και τη βία. Πρώτον, η ίδια η ακραία φτώχεια παραβιάζει την αξιοπρέπεια όσων υποφέρουν από αυτήν. Όταν η κοινωνία διαθέτει τους πόρους για να ανακουφίσει τη φτώχεια και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής τους, όπως κάνει σήμερα, η αποτυχία να το κάνει αυτό είναι από μόνη της ένα είδος βίας που ασκείται στους φτωχούς. Έτσι, τα σημερινά αυξανόμενα πρότυπα ανισότητας παραβιάζουν την αξιοπρέπεια όσων μένουν πίσω.

Επιπλέον, η συγκέντρωση του εισοδήματος και του πλούτου στα χέρια λίγων μπορεί να τους δώσει το μονοπώλιο της εξουσίας να ελέγχουν την κατεύθυνση των οικονομικών αλλαγών, οδηγώντας σε περαιτέρω πόλωση της εξουσίας και σε αυξανόμενο κίνδυνο κοινωνικής διάλυσης. Αυτά τα μοτίβα πόλωσης συχνά μεταβιβάζονται από τη μία γενιά στην επόμενη, οδηγώντας σε αυξημένη στέρηση των νεότερων μελών της κοινωνίας, η οποία με τη σειρά της μπορεί να δημιουργήσει περαιτέρω κοινωνικές διαμάχες. Τα άνισα μερίδια εξουσίας στη διαμόρφωση της κοινωνίας μπορούν επίσης να αποκλείσουν μεγάλες ομάδες πληθυσμού από τη συμμετοχή στους πόρους της κοινωνίας, προκαλώντας οικονομική απόγνωση. Αυτή η οικονομική ανισότητα και ο αποκλεισμός αυξάνουν τις πιέσεις που οδηγούν στη μετανάστευση. Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος της μετανάστευσης εντός των περιφερειών και της μετανάστευσης προς τα έξω σε όλες τις ηπείρους, καθώς και της μετανάστευσης από αυτές τις περιοχές προς τον βορρά, οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός έχουν καταστήσει τη ζωή αβίωτη για όσους μεταναστεύουν. Η μετανάστευση αυτή είναι ένα είδος φυγής από τη βία. Επίσης, οι συγκρούσεις και οι πόλεμοι είναι η κύρια αιτία του εκτοπισμού των προσφύγων, οι οποίοι σήμερα ξεπερνούν αριθμητικά τους πρόσφυγες από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Δεύτερον, η οικονομική αδικία μετατρέπεται σε μορφή βίας όταν οι προνομιούχοι χρησιμοποιούν τη δύναμή τους για να κρατήσουν τους άλλους φτωχούς ή ακόμη και για να στερήσουν από τους φτωχούς τα λίγα που έχουν. Όσοι βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνίας έχουν μερικές φορές αποκτήσει τον πλούτο τους αρπάζοντας γη ή άλλους υλικούς πόρους που χρειάζονται οι φτωχοί για να συντηρήσουν τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Αυτή η κατάσχεση των πόρων μπορεί να υποστηρίζεται από τη χρήση του νόμου, της αστυνομίας, ακόμη και του στρατού. Οι ιθαγενείς είναι συχνά τα θύματα μιας τέτοιας απαλλοτρίωσης. Οι αυτόχθονες πληθυσμοί, που πολύ συχνά θεωρούνται κατώτεροι, είναι συχνά θύματα βίαιης απαλλοτρίωσης και εξαθλίωσης. Τεράστιοι αριθμοί προσφύγων και εσωτερικά εκτοπισμένων ατόμων, που εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους λόγω των εμφυλίων πολέμων στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική και στην Ασία, αποτελούν απόδειξη του τρόπου με τον οποίο η φτώχεια μπορεί να είναι άμεσο αποτέλεσμα της άδικης χρήσης της εξουσίας.

Τρίτον, τα κράτη, οι μεγάλες εταιρείες και τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της οικονομικής δυναμικής που μπορεί να οδηγήσει είτε σε συγκρούσεις είτε σε ειρηνική κοινωνική ζωή. Αυτές οι μεγάλες δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν για τη βελτίωση της ζωής των φτωχών, ή μπορούν να ενεργήσουν με τρόπους που οδηγούν στην εκ των πραγμάτων φυσική βία με τη μορφή εκμετάλλευσης, αποκλεισμού από την πολιτική ζωή, εκδίωξης από τη γη ή στέρησης των πόρων που απαιτούνται για τη διατήρηση των μέσων διαβίωσης. Επιπλέον, τα κράτη έχουν χάσει μέρος της ικανότητάς τους να διαμορφώνουν τις ευρύτερες δομές της κοινωνίας, ώστε να αμβλύνουν αποτελεσματικά τις επιπτώσεις των πολυεθνικών εταιρειών και του κερδοσκοπικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Οι καταστάσεις στις οποίες τα κράτη δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τις διάφορες μορφές ενδοκρατικής βίας έχουν επίσης αυξηθεί δραματικά. Σίγουρα η βία που εκδηλώνεται όταν οι πλούσιοι και ισχυροί επιβάλλουν την κυριαρχία στους φτωχούς και αδύναμους δεν είναι κάτι καινούργιο- αποτελεί γεγονός της ζωής σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Ο κοινωνικός αποκλεισμός που αποτελεί μέρος της σημερινής ανισότητας, ωστόσο, καθιστά τη σύνδεση μεταξύ της οικονομικής αδικίας και των συγκρούσεων ιδιαίτερα οδυνηρή, ιδίως δεδομένης της αύξησης των πόρων που έχουμε στη διάθεσή μας.

Τα κράτη, οι εταιρείες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν επίσης να αναλάβουν δράσεις που έχουν ισχυρά αποτελέσματα μέσω των πολιτιστικών τους συνεπειών. Οι επιπτώσεις μπορεί να είναι είτε θετικές είτε αρνητικές. Όταν αυτοί οι μεγάλοι θεσμοί αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους ανθρώπινα, προωθούν τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανισότητας. Από την άλλη πλευρά, όταν αυτοί οι θεσμοί αρνούνται στους ανθρώπους την αξιοπρέπειά τους μέσω φυλετικών, εθνοτικών, θρησκευτικών, πολιτισμικών ή ταξικών διακρίσεων, οι ενέργειές τους παραβιάζουν την αξιοπρέπεια, ακόμη και την ίδια τη ζωή εκείνων που επηρεάζουν. Οι φτωχοί είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε πολιτισμικές, εθνοτικές ή άλλες μορφές διακρίσεων. Ωστόσο, δεν είναι ανίσχυροι. Δεν περιμένουν με σταυρωμένα τα χέρια για βοήθεια από τους άλλους. Είναι οι ίδιοι πρωταγωνιστές στον αγώνα για τη βελτίωση της ζωής τους.

Η φτώχεια και η ανισότητα ασκούν βία σε πολλούς ανθρώπους και δημιουργούν πολλές από τις συγκρούσεις και τους πολέμους που πλήττουν τον κόσμο σήμερα. Η πρόσκληση του Χριστού προς τους μαθητές του να είναι ειρηνοποιοί συνδέεται επομένως στενά με την πρόσκληση για την προώθηση της δικαιοσύνης. Η ειρήνη και η δικαιοσύνη συνυφαίνονται στους αγώνες για να γίνει ο κόσμος πιο ανθρώπινος και πιο όμοιος με τον Θεό, όπως ακριβώς η αδικία και η βία είναι αλληλένδετες μορφές κατάχρησης.

Αυτή η σύνδεση μεταξύ δικαιοσύνης και ειρήνης επαναβεβαιώθηκε από τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού, όταν δίδαξε ότι “οι υπερβολικές οικονομικές και κοινωνικές διαφορές μεταξύ των μελών της μιας και μοναδικής ανθρώπινης οικογένειας” όχι μόνο παραβιάζουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου αλλά και απειλούν την “κοινωνική και διεθνή ειρήνη” (GS, αρ. 29). Τόσο η δικαιοσύνη όσο και η ειρήνη έχουν τις ρίζες τους στην εντολή του Θεού να “αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου” (Λευιτικό 19:18, Μάρκος 12:31).

Ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης – τόσο των εμπορικών όσο και των κοινωνικών – έχει γίνει όλο και πιο σημαντικός. Αυτή η ανάπτυξη παρέχει την ευκαιρία για εκδημοκρατισμό της πληροφόρησης, επιτρέποντας μεγαλύτερη παρακολούθηση της οικονομικής δραστηριότητας και ευαισθητοποίηση σχετικά με τη βία και τις καταχρήσεις. Ταυτόχρονα, η πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης βρίσκεται συχνά σε λίγα μόνο χέρια, καθιστώντας αδύνατη την πραγματική ανταλλαγή πληροφοριών. Και η εμπορευματοποίηση των μέσων ενημέρωσης μπορεί να οδηγήσει στην εξύμνηση της βίας, στη ρητορική μίσους και στην υποδαύλιση των αυξανόμενων διαιρέσεων μεταξύ των λαών.

Παρά τις πολλές αυτές προκλήσεις, υπάρχουν επίσης σημαντικά νέα σημάδια ελπίδας στις παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις:

Πολλές τοπικές, λαϊκές κοινότητες καταβάλλουν καινοτόμες προσπάθειες για την προώθηση πιο δίκαιων και χωρίς αποκλεισμούς οικονομικών σχέσεων. Συχνά με επικεφαλής γυναίκες, αυτόχθονες και περιθωριοποιημένες εθνοτικές μειονότητες και άλλες αποκλεισμένες ομάδες, υπερασπίζονται με τόλμη τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα και επιδεικνύουν εναλλακτικές μορφές ηγεσίας και οργάνωσης στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις.

Μια νέα παγκόσμια κοινωνία των πολιτών αναδύεται. Ενωμένες με νέα μέσα επικοινωνίας και προωθούμενες από τις τοπικές κοινότητες, οι διεθνικές ενώσεις απλών πολιτών αυξάνουν τη συνείδηση και αναλαμβάνουν άμεση δράση για να αντιμετωπίσουν την περιβαλλοντική αλλαγή και υποβάθμιση, να επιδιώξουν δίκαιες πρακτικές απασχόλησης και να προωθήσουν την αλληλεγγύη πέρα από σύνορα και εισοδηματικά επίπεδα.

Ορισμένες κυβερνήσεις και επιχειρήσεις έχουν δείξει όλο και περισσότερο άνοιγμα στο να ασχοληθούν με την αειφόρο ανάπτυξη, τη δίκαιη κατανομή των πόρων και την προώθηση της εκπαίδευσης και της κοινωνικής ένταξης. Αυτή η νέα συνείδηση βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, αλλά προσφέρει ένα σημάδι ελπίδας.

Μια νέα αντίληψη της βιώσιμης ανάπτυξης αναδύεται, τόσο στην πράξη σε τοπικό επίπεδο, όσο και σε θεωρητικό επίπεδο στις διεθνείς συζητήσεις. Αυτή η νέα αντίληψη θέτει τον άνθρωπο και την υπεύθυνη φροντίδα για το περιβάλλον στο επίκεντρο της ανάπτυξης. Δίνει προνομιακή θέση στους θεσμούς που προάγουν την κοινότητα και τις κοινές ευκαιρίες.

Το ανερχόμενο κίνημα της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης αποτελεί επίσης σημάδι ελπίδας. Ορισμένες επιχειρήσεις έχουν υιοθετήσει εθελοντικά ένα σύνολο προτύπων γνωστών ως “τριπλή κατώτατη γραμμή”, το οποίο εξισορροπεί τις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές αξίες, επιδιώκοντας την ολοκληρωμένη οικονομική και ανθρώπινη ανάπτυξη. Η άνοδος του κεφαλαίου μεγάλης κλίμακας συνοδεύεται επίσης από αυξημένες δυνατότητες παρακολούθησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας από ενδιαφερόμενους φορείς, τόσο σε τοπικό όσο και σε διακρατικό επίπεδο.

Αυτά τα “σημάδια των καιρών μας” αναδεικνύουν τη σημασία των ανησυχιών του πάπα Φραγκίσκου και των προκατόχων του, του αγίου πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ και του πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’. Μας δείχνουν μια σειρά από πράγματα. Πρώτον, ότι ορισμένες πρόοδοι και εξελίξεις μας προσφέρουν μεγάλες ευκαιρίες για να ανακουφίσουμε τον πόνο και να σώσουμε τον πλανήτη. Έχουν κάνει τη ζωή στον 21ο αιώνα για πολλούς πιο ικανοποιητική. Αλλά μας δείχνουν επίσης ότι υπάρχει κάτι βαθύτατα σφαλερό με τις οικονομικές σχέσεις του κόσμου, όταν τόσοι πολλοί αδυνατούν να καρπωθούν τα οφέλη των πιο θετικών νέων εξελίξεων. Τέλος, υποδεικνύουν τη δυνατότητα πολλά άτομα, κοινότητες και κυβερνήσεις να μπορούν να αναλάβουν δράση για την προώθηση μιας πιο δίκαιης παγκόσμιας οικονομίας. Με άλλα λόγια, μπορούν να διεγείρουν τη γνήσια ελπίδα απέναντι στις προκλήσεις του κόσμου μας.

Φιλόσοφος και κοινωνία στο πρόσωπο του Νικηφόρου Βλεμμύδη (1197-1272)