Διαδικτυακή έκδοση της κοινότητας των Ιησουιτών στην Ελλάδα / ISSN 2945-1736

ΚΟΙΝΩΝΙΑΤι είναι η Κοινωνική Δικαιοσύνη κατά την Καθολική Εκκλησία;

Τι είναι η Κοινωνική Δικαιοσύνη κατά την Καθολική Εκκλησία;

Τι είναι η Κοινωνική Δικαιοσύνη κατά την Καθολική Εκκλησία;

Μέγεθος Κειμένου-+=

Η φτώχεια, οι ανισότητες, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, τα οικονομικά χάσματα μεταξύ των χωρών, η μετανάστευση και η βία είναι ιδιαιτέρως αλληλεξαρτώμενοι παράγοντες που επηρεάζουν το κοινό μας μέλλον.

Ο πάπας Φραγκίσκος έχει δηλώσει δυναμικά ότι η ανθρωπότητα σήμερα βρίσκεται σε ένα σημαντικό σημείο καμπής στην ιστορία της. Η δυνατότητα πραγματικής προόδου φαίνεται από το γεγονός ότι η αυξανόμενη πρόσβαση στην εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα, η υγειονομική περίθαλψη, η εξελιγμένη τεχνολογία και η ταχύτητα της επικοινωνίας έχουν καταστήσει δυνατή τη βελτίωση στην ευημερία πολλών ανθρώπων τις τελευταίες δεκαετίες. Ταυτόχρονα, ο Πάπας έχει υπογραμμίσει σταθερά ότι πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν σε ακραία φτώχεια και ότι «η πλειονότητα των συγχρόνων μας μετά βίας επιβιώνουν μέρα με την ημέρα» (Evangelii Gaudium 52). Έτσι, η παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: η οικονομική πρόοδος που μπορούμε ξεκάθαρα να επιτύχουμε, θα ωφελήσει όλους τους λαούς, ή μόνο λίγους προνομιούχους; Η διάγνωσή του της κατάστασης οδηγεί τον Πάπα Φραγκίσκο σε μια σκοτεινή κρίση για το πού οδεύουμε. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, με τραγικό τρόπο, ένα σημαντικό μέρος της ανθρωπότητας δεν συμμετέχει στη βελτιωμένη ευημερία που οι σύγχρονες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις καθιστούν δυνατή.

Έχει γράψει προκλητικά ότι «η ανισότητα είναι η ρίζα των κοινωνικών δεινών», συμπεριλαμβάνοντας τη φτώχεια και τον αποκλεισμό. Η αντιμετώπιση αυτών των δεινών απαιτεί την απόρριψη «της απόλυτης αυτονομίας των αγορών και της κερδοσκοπίας» και την υπερπήδηση «των δομικών αιτιών της ανισότητας» (EG 202). Επιπλέον, «Η συμμαχία οικονομίας και τεχνολογίας καταλήγει στον παραγκωνισμό οποιουδήποτε πράγματος δεν συνδέεται με τα άμεσα συμφέροντά της» (εγκύκλιος Laudato Si’ 54). Από τη θετική πλευρά του, ωστόσο, αυτό απαιτεί μια αύξηση της «αρετής της αλληλεγγύης», όπως την αποκαλεί ο άγιος πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, δηλαδή «μια σταθερή και επίμονη απόφαση να δεσμευτεί κανείς στο κοινό αγαθό, δηλαδή στο αγαθό όλων και του κάθε ατόμου» (Sollicitudo Rei Socialis 38).

Όλες αυτές οι δυσάρεστες πραγματικότητες καλούν κάθε άνθρωπο, και ιδιαίτερα κάθε χριστιανό και ολόκληρη την Εκκλησία ως σώμα, στην αναζήτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η κοινωνική δικαιοσύνη κατά την Καθολική Εκκλησία δεν έχει την ίδια έννοια που της αποδίδουν τα διάφορα ρεύματα σκέψης. Για να γίνει όμως κατανοητή, θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε ορισμένες έννοιες.

Το κοινό καλό

Ο ορισμός που χρησιμοποιείται για το κοινό καλό σε κάθε σχεδόν συζήτηση στους καθολικούς κύκλους είναι από την παράγραφο 74 της Ποιμαντικής Διάταξης Gaudium et Spes (Η Εκκλησία μέσα στον σύγχρονο κόσμο). Το κοινό καλό ορίζεται ως «το σύνολο των συνθηκών εκείνων της κοινωνικής ζωής, με τις οποίες οι άνθρωποι, οι οικογένειες και οι οργανισμοί μπορούν να επιτύχουν πληρέστερα και ταχύτερα την τελειότητά τους». Οπωσδήποτε πρέπει να τονίσουμε και τι δεν είναι το κοινό καλό: Δεν είναι κάποια ωφελιμιστική αντίληψη του μέγιστου καλού για τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Δεν είναι συνώνυμο με τη γενική ευημερία, όπως συχνά θεωρείται από όσους χρησιμοποιούν τον όρο. Δεύτερον, οι πολιτικοί θεσμοί δεν είναι ούτε οι μόνοι, ούτε και οι κύριοι παράγοντες που έχουν επιφορτιστεί να επιφέρουν το κοινό καλό.

Η ιδέα του κοινού καλού έχει μακρά ιστορία, αλλά το νόημά της σπάνια διευκρινίζεται με ακρίβεια. Μπορούμε να περιγράψουμε το κοινό καλό ως το διασυνδεδεμένο σύνολο κοινωνικών αξιών που μοιράζονται όλα τα μέλη μιας κοινότητας, τουλάχιστον στον βαθμό που απαιτεί η κοινή τους ανθρωπιά. Είναι ένα αγαθό που ωφελεί ταυτόχρονα την κοινότητα και κάθε μέλος της. Για παράδειγμα, ένα υγιές και βιώσιμο περιβάλλον αποτελεί κοινό αγαθό. Όταν υπάρχει αυτού του είδους το περιβάλλον, ωφελεί τόσο την κοινότητα στο σύνολό της όσο και κάθε μέλος της. Ή αρνητικά, ένα μολυσμένο και υποβαθμισμένο περιβάλλον είναι ένα κοινό κακό – είναι επιβλαβές για ολόκληρη την κοινότητα αλλά και για κάθε μέλος της. Συνεπώς, ένα πραγματικά κοινό αγαθό δεν είναι το ίδιο με το συνολικό άθροισμα των αγαθών που κατέχουν τα μεμονωμένα μέλη της κοινωνίας.

Είναι λάθος να ταυτίζουμε το κοινό καλό με τα αθροιστικά εισοδήματα των μεμονωμένων μελών της κοινωνίας. Αν και το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε μια κοινωνία είναι ένα μερικό μέτρο της ευημερίας μιας κοινωνίας, δεν είναι και πλήρως επαρκές μέτρο του κοινού καλού. Δεν λαμβάνει υπόψη τον τρόπο με τον οποίο το ΑΕΠ κατανέμεται μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Μια κοινωνία όπου ένας πολύ μικρός αριθμός κατέχει σχεδόν τα πάντα και πολλοί είναι βαθιά εξαθλιωμένοι δεν έχει επιτύχει το κοινό καλό. Σύμφωνα με τα λόγια του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’, το κοινό καλό είναι “το καλό όλων και κάθε ατόμου” (SRS 38). Για να είναι ένα καλό πραγματικά κοινό, όλα τα μέλη της σχετικής κοινωνίας πρέπει να συμμετέχουν σε αυτό.

Το κοινό καλό, επομένως, δεν μοιάζει με τα οφέλη που αποκομίζουν οι ιδιοκτήτες της ιδιωτικής περιουσίας. Δεν αποτελεί ιδιωτική ιδιοκτησία οποιουδήποτε μεμονωμένου μέλους της κοινότητας ή οποιασδήποτε μικρής ομάδας εντός αυτής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ονομάζεται κοινό καλό. Ο τρόπος με τον οποίο το κοινό καλό σχετίζεται με το καλό των μεμονωμένων μελών της κοινωνίας διέπεται από τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης.

Εδώ κάνουμε μία παρένθεση για να δούμε τι είναι η δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη, φυσικά, είναι η ίδια μια σύνθετη έννοια. Η Καθολική διανοητική παράδοση, η οποία ανάγεται στον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη και, μέσω του Ακινάτη, στους αρχαίους Έλληνες στοχαστές, όπως ο Αριστοτέλης, διακρίνει διάφορες έννοιες της δικαιοσύνης που μπορούν να ρίξουν φως στις παγκόσμιες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Η ανταποδοτική δικαιοσύνη απαιτεί ισότητα και αμοιβαιότητα στις ανταλλαγές μεταξύ συγκεκριμένων ατόμων ή μικρών ομάδων. Η ανταποδοτική δικαιοσύνη απαιτεί δίκαιη ανταλλαγή στην αγορά και απαγορεύει την κλοπή αυτού που ανήκει δικαιωματικά σε κάποιον άλλο. Για παράδειγμα, απαιτεί από τους εργοδότες να καταβάλλουν στους εργαζομένους τους μισθό ισοδύναμο με την αξία της συνεισφοράς τους.

Photo by Nathan Dumlao on Unsplash

Επιπλέον, υπάρχουν και πρότυπα δικαιοσύνης που πρέπει να ρυθμίζουν τη σχέση μεταξύ του κοινού καλού μιας κοινωνίας και του καλού των μεμονωμένων μελών της. Ο Ακινάτης αποκαλεί αυτά τα άλλα είδη δικαιοσύνης “γενική δικαιοσύνη” και “διανεμητική δικαιοσύνη”. Η γενική δικαιοσύνη ορίζει τα καθήκοντα των ανθρώπων να συνεισφέρουν στο κοινό καλό της κοινωνίας τους. Η ανταποδοτική δικαιοσύνη απαιτεί από τα άτομα να οικοδομούν και να διατηρούν το κοινό καλό της κοινωνίας τους. Έτσι, καλεί τους πολίτες να συμμετέχουν ενεργά στη ζωή της κοινότητάς τους, εργαζόμενοι όχι μόνο για το δικό τους καλό αλλά και για να βοηθήσουν στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών των φτωχών συμπολιτών τους, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας για τους ανέργους, να ξεπεράσουν τα πρότυπα διακρίσεων και αποκλεισμού, να προστατεύσουν την ποιότητα του περιβάλλοντος και να δημιουργήσουν άλλα αγαθά που μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία μιας καλής κοινωνίας.

Η διανεμητική δικαιοσύνη είναι το αντίστροφο της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κοινά αγαθά της ευρύτερης κοινωνίας θα πρέπει να διανέμονται ή να καθίστανται προσιτά στα μέλη της. Η διανεμητική δικαιοσύνη ασχολείται με τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία δίνει τη δυνατότητα στα μέλη της να επωφεληθούν από τα αγαθά που καθιστά δυνατή η κοινή ζωή των μελών. Απαιτεί την κατανομή των κοινωνικών πόρων με τρόπους που αντανακλούν τη συμβολή των ανθρώπων στο κοινό καλό μέσω της εργασίας και της δημιουργικότητάς τους. Πολύ σημαντικό στο σημερινό παγκόσμιο πλαίσιο, απαιτεί την κατανομή του παγκόσμιου πλούτου και των πόρων, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται τα βασικά αναγκαία αγαθά κάθε ανθρώπου, τουλάχιστον στον βαθμό που απαιτείται από την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους.

Η απαίτηση να οικοδομείται και να διανέμεται δίκαια το κοινό καλό επιβάλλει, επομένως, τα θετικά αποτελέσματα της ανάπτυξης της οικονομίας μιας χώρας να ωφελούν όλα τα μέλη της κοινότητας. Όταν η ανάπτυξη ωφελεί μόνο ορισμένους, δεν προάγει το κοινό καλό ούτε κατανέμεται δίκαια. Για να προσδιορίσουμε, λοιπόν, αν η οικονομική ανάπτυξη εξυπηρετεί το κοινό καλό, πρέπει να αναρωτηθούμε ποιος επωφελείται από αυτήν και ποιος όχι. Εάν σημαντικός αριθμός ανθρώπων μένει έξω από τα οφέλη που παράγει η ανάπτυξη, η ανάπτυξη αυτή δεν εξυπηρετεί το κοινό καλό. Αυτό είναι ακόμη πιο εμφανές αν κάποιοι άνθρωποι δεν μένουν απλώς εκτός, αλλά αποκλείονται λόγω της φυλής, του φύλου, της εθνικότητας ή της θρησκείας τους. Ένας τέτοιος ενεργός αποκλεισμός υποτιμά αυτούς που αποκλείονται και κατακερματίζει την κοινότητα στην οποία θα έπρεπε να ανήκουν.

Στη βιβλική παράδοση, όσοι αποκλείονται με αυτόν τον τρόπο αναφέρονται συχνά ως “το ορφανό, η χήρα και ο ξένος”. Είναι καθήκον δικαιοσύνης να ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες της χήρας, του ορφανού και του ξένου, τους οποίους σήμερα θα αποκαλούσαμε φτωχούς, περιθωριοποιημένους και μετανάστες. Με πιο κοσμικούς όρους, μπορούμε να πούμε ότι όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να συμμετέχουν στο κοινό καλό, η αξιοπρέπειά τους ως μέλη της ανθρώπινης οικογένειας παραβιάζεται άδικα. Έτσι, οι απαιτήσεις τόσο της δικαιοσύνης όσο και του κοινού καλού ζητούν σήμερα να εργαστούμε για την ικανοποίηση των αναγκών όλων όσοι είναι φτωχοί ή δεν επωφελούνται από την αξιοσημείωτη ανάπτυξη που συμβαίνει στον κόσμο μας.

Η καθολική παράδοση τονίζει επίσης ότι το κοινό καλό έχει σημαντικές θεσμικές διαστάσεις. Αυτό είναι εμφανές όταν η πρόσφατη καθολική κοινωνική σκέψη ορίζει το κοινό καλό ως “το σύνολο εκείνων των συνθηκών της κοινωνικής ζωής που επιτρέπουν στις κοινωνικές ομάδες και στα μεμονωμένα μέλη τους σχετικά ενδελεχή και εύκολη πρόσβαση στην εκπλήρωσή τους “. Οι “συνθήκες της κοινωνικής ζωής” που αναφέρονται εδώ είναι οι κοινωνικοί θεσμοί και οι δομές που επιτρέπουν στα μέλη μιας κοινωνίας να επιτύχουν την ευημερία τους. Όταν οι θεσμοί αυτοί το πράττουν αυτό, τόσο προάγουν το κοινό καλό όσο και αποτελούν οι ίδιοι βασικά στοιχεία στο πλαίσιο του κοινού καλού.

Η προώθηση του κοινού καλού, επομένως, απαιτεί την αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο πολλαπλοί κοινωνικοί θεσμοί δίνουν σε κάποιους ανθρώπους μεγαλύτερο μερίδιο στο συνολικό καλό, σε κάποιους ανθρώπους μικρότερο μερίδιο και σε κάποιους ανθρώπους καθόλου μερίδιο. Η δίκαιη οικοδόμηση και διανομή του κοινού αγαθού απαιτεί να διαμορφωθούν οι οικονομικοί, πολιτικοί και άλλοι κοινωνικοί θεσμοί κατά τρόπο που να παράγουν αρκετούς πόρους για να στηρίξουν την ευημερία όλων (ζήτημα παραγωγικότητας και συγκέντρωσης) και επίσης να διασφαλίσουν ότι όλοι είναι σε θέση να μοιραστούν τα παραγόμενα αγαθά (ζήτημα διανομής και πρόσβασης). Πρέπει να παράγονται και να διανέμονται διαφορετικά είδη αγαθών για την εξυπηρέτηση της ανθρώπινης ευημερίας: τροφή, υγειονομική περίθαλψη, θέσεις εργασίας, εκπαίδευση, πολιτική συμμετοχή, βιώσιμο περιβάλλον κ.λπ. Το εισόδημα σε χρήμα δεν είναι από μόνο του επαρκές μέτρο.

Έτσι, αποτελεί κεντρικό μέρος της κλήσης όλων των χριστιανών να εργάζονται για την οικοδόμηση του κοινού καλού και για τη δημιουργία θεσμών και πολιτικών που θα το στηρίξουν. Τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και μεταξύ τους, επομένως, η ηθική αλληλεγγύη που απαιτείται για την προώθηση του κοινού καλού απειλείται από βαθιές ανισότητες.

Το κοινό καλό είναι συνδεδεμένο με την κοινωνική δικαιοσύνη. Η κοινωνική δικαιοσύνη με την έννοια που της αποδίδει η Καθολική Εκκλησία δεν αφορά στην κατανομή εισοδήματος ή πλούτου, αλλά στις ενέργειες που φέρνουν το κοινό καλό πιο κοντά στην πραγματοποίησή του.

Τι είναι, λοιπόν, η κοινωνική δικαιοσύνη;

Με πολύ απλά λόγια, για να ορίσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη, θα πρέπει να δούμε τι είναι η κοινωνική διακονία. Η κοινωνική διακονία έχει δύο κύριες όψεις: την κοινωνική υπηρεσία και την κοινωνική δράση. Η κοινωνική υπηρεσία είναι η παροχή άμεσης βοήθειας σε κάποιον που την έχει ανάγκη. Συνήθως αφορά σε ένα ή περισσότερα ανθρωπιστικά, σωματικά έργα ευσπλαχνίας. Είναι, δηλαδή, η ελεημοσύνη στον φτωχό, η τροφή στον πεινασμένο, η ένδυση στον γυμνό, η επίσκεψη στον άρρωστο ή στον φυλακισμένο, η φροντίδα για τα ορφανά και τις χήρες κ.τ.λ. Κοντολογίς, μιλάμε για την φιλανθρωπία. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνική δράση είναι η διόρθωση εκείνων των δομών που διαιωνίζουν την ανάγκη. Περιλαμβάνει δραστηριότητες που στοχεύουν στη λύση των βαθύτερων αιτιών των αδικιών. Αλλιώς, ονομάζεται και κοινωνική δικαιοσύνη. Υπό το πρίσμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, αρχίζουμε να εξετάζουμε τα προβλήματα που μάς αφορούν μέσα στις κοινότητές μας, στη χώρα μας αλλά και μέσα στον κόσμο. Κι εδώ, η βασική ερώτηση είναι το «γιατί;». Γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν στοιχειώδεις ανθρώπινες ανάγκες όπως η εξασφάλιση τροφής και στέγασης για τους ίδιους και για τις οικογένειές τους; κ.τ.λ. Πολύ συχνά, όταν εμπλεκόμαστε στην κοινωνική υπηρεσία, εμπλεκόμαστε και στη λύση του προβλήματος που δημιούργησε την ανάγκη εξαρχής. Και τα δύο αυτά συνδέονται στενά και πολλές φορές τα όρια δεν είναι ευδιάκριτα. Όμως ο κανόνας είναι ότι κοινωνική υπηρεσία απαντά στις συνέπειες του προβλήματος, η κοινωνική δικαιοσύνη απαντά στα αίτια του προβλήματος.

Η κοινωνική δικαιοσύνη, λοιπόν, έχει να κάνει με την εργασία που οδηγεί σε μια αλλαγή, η οποία εστιάζεται σε συστήματα – το οικονομικό σύστημα, το υγειονομικό σύστημα κ.τ.λ. -, και στους θεσμούς – για παράδειγμα, τις τράπεζες, τα σχολεία, τις κυβερνήσεις -, και όχι στην αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών μεμονωμένων οικογενειών. Ο στόχος της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι να μεταμορφώσει τις δημόσιες πολιτικές ώστε να ανταποκρίνονται περισσότερο στις ανθρώπινες ανάγκες μακροπρόθεσμα. Σε tweet του στις 20 Φεβρουαρίου 2023, ο πάπας Φραγκίσκος έγραφε: «Η Κοινωνική Δικαιοσύνη απαιτεί να αγωνιζόμαστε κατά των αιτιών της φτώχειας: κατά της ανισότητας και της έλλειψης εργασίας, γης και στέγης. Κατά όσων αρνούνται τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα. Και κατά των συνηθειών που οδηγούν στην αφαίρεση της αξιοπρέπειας των άλλων».

Η Κοινωνική Διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας μάς καλεί να υπηρετούμε όσους βρίσκονται σε ανάγκη και να αλλάξουμε τις δομές που αρνούνται στους ανθρώπους την αξιοπρέπειά τους και τα δικαιώματά τους ως τέκνα του Θεού. Υπηρεσία και δράση, ευσπλαχνία και δικαιοσύνη είναι συμπληρωματικά συστατικά της κοινωνικής διακονίας. Κανένα από μόνο του δεν είναι αρκετό, αλλά και τα δύο είναι ουσιώδη σημεία του Ευαγγελίου στην πράξη.

Η Καθολική Εκκλησία προσδιορίζει την κοινωνική δικαιοσύνη ως εξής: «Κοινωνική δικαιοσύνη είναι ο σεβασμός προς το ανθρώπινο πρόσωπο και τα δικαιώματα που απορρέουν από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την εγγυώνται. Η κοινωνία πρέπει να παρέχει τις συνθήκες που επιτρέπουν στους ανθρώπους να λαμβάνουν εκείνο που τους οφείλεται, σύμφωνα με την φύση και την κλήση τους» (άρθρο 3, Κοινωνική δικαιοσύνη, Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, 1928, 1931). Επειδή η Καθολική Εκκλησία προσδιορίζει την κοινωνική δικαιοσύνη ως τις ενέργειες που αναγνωρίζουν την θεμελιώδη αξιοπρέπεια και αξία κάθε ανθρώπου, από τη σύλληψή του μέχρι τον φυσικό θάνατό του, όταν ασχολούμαστε με τα πνευματικά και σωματικά έργα ευσπλαχνίας, εργαζόμαστε για την κοινωνική δικαιοσύνη. Όταν υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα των αγέννητων παιδιών, των αναπήρων και των ηλικιωμένων, εργαζόμαστε για την κοινωνική δικαιοσύνη. Όταν υπερασπιζόμαστε το σχέδιο του Θεού για τον γάμο, εργαζόμαστε για την κοινωνική δικαιοσύνη. Όταν συνηγορούμε υπέρ της αξιοπρέπειας της εργασίας και των δίκαιων μισθών, εργαζόμαστε για την κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτές οι ενέργειες προωθούν το κοινό καλό και είναι από μόνες τους κοινωνική δικαιοσύνη. Όπως είπε ο πάπας Φραγκίσκος στην Χαρά του Ευαγγελίου, «Κανένας μας δεν μπορεί να σκεφτεί ότι εξαιρείται από το μέλημά μας για τους φτωχούς και για την κοινωνική δικαιοσύνη». Ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού έχουμε κληθεί να προωθούμε την κοινωνική δικαιοσύνη βιώνοντας την πίστη μας στη δημόσια σφαίρα.

Photo by Malu Laker on Unsplash

Δεν χρησιμοποιεί, βεβαίως, μόνο η Καθολική Εκκλησία τον όρο «κοινωνική δικαιοσύνη». Ο όρος έχει γίνει κάτι σαν κωδικός που χρησιμοποιείται από κάποιους για να προωθήσουν κάποια ελευθεριάζουσα κοινωνική ατζέντα, συνδυασμένη με μια συνολική οικονομική ατζέντα που μοιάζει με τον σοσιαλισμό. Για να το θέσουμε διαφορετικά, πολιτικοί κύκλοι χρησιμοποιούν όρους όπως την κοινωνική δικαιοσύνη ή το κοινό καλό ή την επιλεκτική επιλογή υπέρ των φτωχών για να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Αλλά αυτό που εκείνοι εννοούν και αυτό που εννοεί η Καθολική Εκκλησία δεν είναι πάντοτε το ίδιο. Η «κοινωνική δικαιοσύνη» έχει πολιτικοποιηθεί, ώστε πολλοί, ακόμη και καθολικοί, πιστεύουν ότι μόνο οι πολιτικά προοδευτικοί ενδιαφέρονται για την «κοινωνική δικαιοσύνη».

Κι επειδή «κοινωνική δικαιοσύνη» μπορεί να αφορά στη διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας, όσο και σε μία πολιτικά φορτισμένη έκφραση, οι δύο έννοιες μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση. Κατά τον Leon J. Suprenant, συγγραφέα του άρθρου “Social justice isn’t left or right” στην καθολική ιστοσελίδα catholic.com (5 Ιανουαρίου 2011), κάποια παραδείγματα όρων «κοινωνικής δικαιοσύνης» και πώς γίνεται κατάχρησή τους είναι τα ακόλουθα:

«Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ανήκουν σε κάθε άνθρωπο δυνάμει του γεγονότος ότι έχουν δημιουργηθεί κατά την εικόνα και ομοίωση του Θεού. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι αυτά τα δικαιώματα και η αξιοπρέπεια καθορίζονται από την κατάσταση ή την θέληση των ανθρώπων. Η ελευθερία φτάνει στην τελειοποίησή της όταν αναζητά το καλό και το αληθινό, πράγμα που τελικά οδηγεί τον άνθρωπο στον Θεό. Κάποιοι σήμερα ορίζουν την ‘ελευθερία’ ως την άδεια να κάνει κανείς αυτό που αισθάνεται – αρκεί να μην είναι παράνομο – χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την αλήθεια, το καλό ή τον Θεό. Η αλήθεια απαντά στην αντικειμενική πραγματικότητα. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ‘αλήθεια’ είναι σχετικός όρος που μπορεί να ποικίλλει από άτομο σε άτομο και αρνούνται την αντικειμενική αλήθεια, ιδιαίτερα στο πεδίο της ηθικής. Το κοινό καλό αναφέρεται στο καλό ολόκληρης της κοινότητας ως το αρμόζον αντικείμενο του δίκαιου νόμου, κάτι που παρόλα ταύτα προϋποθέτει τον σεβασμό για το άτομο (πρβλ. ΚΚΕ 1907). Κάποιοι σήμερα εξισώνουν την προώθηση του κοινού καλού με την ανακατανομή του πλούτου. Η ανάπτυξη αφορά στην πρόσβαση στις βασικές ανάγκες της ζωής, ιδιαίτερα για τους φτωχούς. Κάποιοι χρησιμοποιούν την ‘ανάπτυξη’ συνειδητά ή όχι, ως κώδικα ακόμα και για να επιβάλουν, όταν είναι απαραίτητο, κοσμικές αξίες».

Η κοινωνική δικαιοσύνη θα είναι πάντοτε ένα απατηλό όνειρο αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι αφορά στο σύνολο των ατόμων στην κοινωνία που φέρονται καλά ο ένας στον άλλον και ότι δεν είναι ποτέ κάτι που μπορεί να επιβληθεί εξωτερικά. Αυτός είναι κι ο λόγος που ιστορικά, κάθε πείραμα να δημιουργηθεί μία ίση κοινωνία με τη βία, κατέληξε σε λουτρό αίματος.

Ο όρος «κοινωνική δικαιοσύνη» χρησιμοποιήθηκε αρχικά κατά τον 19ο αιώνα από καθολικούς φιλοσόφους και θεολόγους, παρόλο που η μέριμνα για τους φτωχούς είναι τόσο παλαιά όσο και η ίδια η Εκκλησία. Η σύλληψη της κοινωνικής δικαιοσύνης εισήχθη επισήμως στην Κοινωνική Διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας με την εγκύκλιο του πάπα Πίου ΙΑ΄, Quadragesimo Anno, το 1931.

Σε ποιες αρχές βασίζεται η κοινωνική δικαιοσύνη;

Οι αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης που υποστηρίζει η Καθολική Εκκλησία μάς υπενθυμίζουν τις υποχρεώσεις και το καθήκον μας προς τους συνανθρώπους μας με βάση τις χριστιανικές αρετές της ευσπλαχνίας και της δικαιοσύνης. Ως χριστιανοί, είμαστε βαθιά υποχρεωμένοι να αγαπάμε και να φροντίζουμε τον πλησίον μας. Η Καθολική Εκκλησία δεν υποστηρίζει κάποια συγκεκριμένη πολιτικοοικονομική τάξη πραγμάτων, αλλά αντίθετα, προσφέρει ηθική καθοδήγηση υπό τη μορφή αρχών για την εγκαθίδρυση μιας δίκαιης οικονομίας.

Η αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου και η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής. Η Καθολική Εκκλησία διακηρύσσει ότι η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή και ότι η αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου είναι το θεμέλιο ενός ηθικού οράματος για την κοινωνία. Καθένας από εμάς είναι πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, και ως τέκνα του Θεού, κάθε άνθρωπος έχει μια βασική αξιοπρέπεια. Αυτή η πεποίθηση είναι το θεμέλιο όλων των αρχών της Κοινωνικής Διδασκαλίας της. Στην κοινωνία μας, η ανθρώπινη ζωή βρίσκεται υπό άμεση επίθεση από την άμβλωση και τη ευθανασία. Η αξία της ανθρώπινης ζωής απειλείται από την κλωνοποίηση, την έρευνα εμβρυικών βλαστοκυττάρων και τη χρήση της θανατικής ποινής. Η αρχή αυτή της κοινωνικής δικαιοσύνης μάς καλεί επίσης να εργαστούμε για την αποφυγή του πολέμου. Τα έθνη πρέπει να προστατεύουν το δικαίωμα στη ζωή βρίσκοντας ολοένα και πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να αποφεύγουν τις συγκρούσεις και να επιλύουν τις διαφορές με ειρηνικά μέσα. Είναι πεποίθηση της Καθολικής Εκκλησίας ότι κάθε άνθρωπος είναι πολύτιμος, ότι οι άνθρωποι είναι πιο σημαντικοί από τα πράγματα και ότι το μέτρο κάθε θεσμού είναι να ενισχύει τη ζωή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Η κλήση στην οικογένεια, την κοινότητα και τη συμμετοχή. Το πρόσωπο δεν είναι μόνο ιερό αλλά και κοινωνικό. Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνουμε την κοινωνία μας στην οικονομία και στην πολιτική, στο δίκαιο και στις πολιτικές, επηρεάζει άμεσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ικανότητα των ατόμων να αναπτύσσονται στην κοινότητα. Ο γάμος και η οικογένεια είναι οι κεντρικοί κοινωνικοί θεσμοί που πρέπει να υποστηρίζονται και να ενισχύονται, όχι να υπονομεύονται. Οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να συµµετέχουν στην κοινωνία, επιδιώκοντας από κοινού το κοινό καλό και την ευημερία όλων, ιδίως των φτωχών και των ευάλωτων ανθρώπων.

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπορεί να προστατευθεί και μια υγιής κοινότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τηρούνται οι υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου, κάθε άτομο έχει θεμελιώδες δικαίωμα στη ζωή και δικαίωμα σε εκείνα τα πράγματα που απαιτούνται για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αντίστοιχα µε αυτά τα δικαιώματα υπάρχουν καθήκοντα και ευθύνες – του ενός απέναντι στον άλλον, προς τις οικογένειές µας και την ευρύτερη κοινωνία. Σε όλα τα έγγραφα της Εκκλησίας, τα ακόλουθα δικαιώματα πρέπει να υπερασπίζονται και να προστατεύονται: Οικονομικά δικαιώματα: το δικαίωμα στη ζωή (τροφή, στέγη, ένδυση, ιατρική περίθαλψη), το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα σε δίκαιο µμισθό, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα: το δικαίωμα ψήφου και συμμετοχής στην κυβέρνηση, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Θρησκευτικά και πολιτιστικά δικαιώματα: το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, το δικαίωμα στη βασική εκπαίδευση.

Η επιλεκτική επιλογή υπέρ των φτωχών και ευάλωτων. Ο όρος αυτός συνδέεται με τη θεολογία της απελευθέρωσης. Δημιουργήθηκε από τους Λατινοαμερικανούς επισκόπους στη διάρκεια μιας συνάντησης το 1968. Η θεολογία της απελευθέρωσης αντιπροσωπεύει μια απόπειρα να αλλάξουν οι δομικές δυνάμεις της κοινωνίες, οι οποίες καταπιέζουν τους φτωχούς, και καλεί ξεκάθαρα όλους τους χριστιανούς να φροντίζουν ιδιαιτέρως για τις ανάγκες των φτωχών.

Μια βασική ηθική δοκιμασία είναι η κατάσταση των πιο ευάλωτων μελών μας. Σε μια κοινωνία που πλήττεται από ολοένα και βαθύτερους διαχωρισμούς μεταξύ πλουσίων και φτωχών, η παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας διδάσκει να βάζουμε σε προτεραιότητα τις ανάγκες των φτωχών και των ευάλωτων. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, επίσης, μάς υπενθυμίζει τη σημασία της αγάπης προς τους φτωχούς: «Η δικαιοσύνη δεν θα είναι ποτέ πλήρως εφικτή αν οι άνθρωποι δεν δουν στον φτωχό, που ζητά βοήθεια για να επιβιώσει, όχι μια ενόχληση ή ένα βάρος, αλλά μια ευκαιρία για να δείξουν καλοσύνη και μια ευκαιρία για μεγαλύτερο εμπλουτισμό. Δεν αρκεί να αντλήσουμε από το πλεόνασμα αγαθών που στην πραγματικότητα ο κόσμος μας παράγει άφθονα- απαιτείται πάνω απ’ όλα αλλαγή του τρόπου ζωής, των μοντέλων παραγωγής και κατανάλωσης και των καθιερωμένων δομών εξουσίας που κυβερνούν σήμερα τις κοινωνίες”. (Centesimus Annus, 58).

Η αξιοπρέπεια της εργασίας και τα δικαιώματα των εργαζομένων, η προτεραιότητα της εργασίας και όχι του κεφαλαίου. Η οικονομία πρέπει να υπηρετεί τους ανθρώπους και όχι το αντίθετο. Η εργασία είναι κάτι περισσότερο από ένας τρόπος βιοπορισμού- είναι μία μορφή συνεχούς συμμετοχής στη δημιουργία του Θεού. Εάν πρόκειται να προστατευθεί η αξιοπρέπεια της εργασίας, τότε πρέπει να γίνουν σεβαστά τα βασικά δικαιώματα των εργαζομένων – το δικαίωμα στην παραγωγική εργασία, σε αξιοπρεπείς και δίκαιους μισθούς, στην οργάνωση και συμμετοχή σε συνδικάτα, στην ατομική ιδιοκτησία και στην οικονομική πρωτοβουλία.

Στην εγκύκλιό του Laborem Exercens, ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ λέει ότι υπάρχει μια «προτεραιότητα της εργασίας επί του κεφαλαίου». Και δηλώνει: «Πρέπει να υπογραμμίσουμε και να προβάλουμε το πρωτείο του ανθρώπου στην διαδικασία παραγωγής, το πρωτείο του ανθρώπου επί των πραγμάτων, διότι μόνο ο άνθρωπος είναι πρόσωπο». Ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ βλέπει την ανθρώπινη εργασία ως ουσιώδες μέρος της αξιοπρέπειας και της κλήσης ενός ανθρώπου. Είναι ένα από τα πρωταρχικά μέσα με τα οποία ο άνθρωπος φτάνει στο πλήρες δυναμικό του και παρέχει ουσιαστικό έργο σε μια κοινότητα. Από την άποψη αυτή, «η εργασία, ως ανθρώπινο θέμα, βρίσκεται στο επίκεντρο του κοινωνικού ζητήματος». Με την αντικειμενική έννοια, η εργασία αναφέρεται στην υποταγή της γης και της ανάληψης ελέγχου της φύσης από τον άνθρωπο. Με την υποκειμενική έννοια, «ο άνθρωπος είναι το υποκείμενο της εργασίας». Έτσι λοιπόν, «Η αξία της ανθρώπινης εργασίας δεν είναι πρωταρχικά το είδος της εργασίας που επιτελείται, αλλά το γεγονός ότι εκείνος που την επιτελεί είναι ένα πρόσωπο». «Οι πηγές της αξιοπρέπειας της εργασίας πρέπει να αναζητούνται κατ’ αρχάς στην υποκειμενική διάσταση και όχι στην αντικειμενική». Σύμφωνα με τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, το «σφάλμα του οικονομισμού» είναι ότι «θεωρεί την ανθρώπινη εργασία μόνο σύμφωνα με τον οικονομικό σκοπό της». Για να «ξεπεραστεί αυτό το σφάλμα», πρέπει να υπάρξει «σαφής πεποίθηση της πρωτοκαθεδρίας του προσώπου επί των πραγμάτων και της ανθρώπινης εργασίας επί του κεφαλαίου».

Ο παγκόσμιος προορισμός των αγαθών. Η αρχή αυτή έχει τις ρίζες της στη σύλληψη ότι ο Θεός θέλησε όλοι οι άνθρωποι να μοιράζονται τα αγαθά αυτού του κόσμου. Πρόκειται για μια βασική σύλληψη και δεν υπονοεί κατάργηση των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ιδιοκτησία ούτε και την ανάγκη για σοσιαλισμό. Δεν υπονοεί ότι κάθε άνθρωπος δικαιούται την ίδια ή ίση ποσότητα αγαθών, ωστόσο εκείνο που υπονοεί είναι ότι θα ήταν άδικο να στερείται ένας άνθρωπος τις βασικές ανάγκες της ζωής, όπως την τροφή, τη στέγη και την ένδυση, για τον ίδιο και για την οικογένειά του. Η δικαιοσύνη του διανέμω απαιτεί η κατανομή του εισοδήματος, του πλούτου και της εξουσίας στην κοινωνία να αξιολογείται κάτω από υπό το πρίσμα των επιπτώσεών της στα άτομα των οποίων οι βασικές υλικές ανάγκες δεν ικανοποιούνται.

Η αρχή του κοινού καλού, όπως είδαμε παραπάνω. Η Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας δηλώνει ότι «ο άνθρωπος ως πρόσωπο έχει ανάγκη από την κοινωνική ζωή. Αυτή δεν αποτελεί κάτι το επιπλέον αλλά μια απαίτηση της ανθρώπινης φύσεως. Με την ανταλλαγή με τους άλλους, την αμοιβαιότητα των εξυπηρετήσεων και τον διάλογο με τους αδελφούς του, ο άνθρωπος αναπτύσσει τις δυνατότητές του και έτσι ανταποκρίνεται στην κλήση του» (ΚΚΕ 1879). Έτσι, «σύμφωνα με την κοινωνική φύση του ανθρώπου, το καλό του καθενός συνδέεται αναγκαστικά με το κοινό καλό» (ΚΚΕ 1905). Επομένως, «το κοινό καλό απαιτεί την κοινωνική ευημερία και την ανάπτυξη της ίδιας της κοινότητας. Η ανάπτυξη είναι η σύνθεση όλων των κοινωνικών καθηκόντων. Βέβαια, ανήκει στην εξουσία να ρυθμίζει, στο όνομα του κοινού καλού, την επιλογή μεταξύ των διαφόρων συμφερόντων. Αλλά αυτή οφείλει να προβλέπει για τον καθένα τα απαραίτητα για να ζήσει μια πραγματικά ανθρώπινη ζωή: τροφή, ρουχισμό, υγεία, εργασία, παιδεία και κουλτούρα, κατάλληλη ενημέρωση, δικαίωμα να δημιουργεί οικογένεια, κ.τ.λ.» (ΚΚΕ 1908). Το κοινό καλό δεν υποβαθμίζει τη σπουδαιότητα των ατόμων. Αντίθετα, κατά τα λόγια της Β΄ Συνόδου του Βατικανού, «το κοινό καλό είναι πάντοτε προσανατολισμένο στην πρόοδο των ατόμων… και όχι το αντίθετο» (Gaudium et Spes, 25). Τελικά, «το κοινό καλό περιλαμβάνει την ειρήνη, δηλαδή τη διάρκεια και την ασφάλεια μιας δίκαιης τάξεως. Προϋποθέτει λοιπόν ότι η εξουσία εξασφαλίζει με έντιμα μέσα την ασφάλεια της κοινωνίας και των μελών της». (ΚΚΕ 1909).

Η αλληλεγγύη. Είμαστε μια ανθρώπινη οικογένεια, ανεξάρτητα από τις εθνικές, φυλετικές, εθνοτικές, οικονομικές και ιδεολογικές μας διαφορές. Πρέπει να ακούμε το κάλεσμα των άλλων, ιδιαίτερα των αδύναμων και καταπιεσμένων ανάμεσά μας και στον κόσμο μας. Η αγάπη για τον πλησίον έχει παγκόσμιες διαστάσεις. Στον πυρήνα της αρετής της αλληλεγγύης βρίσκεται η επιδίωξη της δικαιοσύνης και της ειρήνης. Ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ δίδαξε ότι “αν θέλουμε την ειρήνη, πρέπει να εργαστούμε για τη δικαιοσύνη”. Το Ευαγγέλιο μας καλεί να γίνουμε ειρηνοποιοί. Η αγάπη μας για όλες τις αδελφές και τους αδελφούς μας απαιτεί να προάγουμε την ειρήνη σε έναν κόσμο που περιβάλλεται από βία και συγκρούσεις. Αυτή η αγάπη επεκτείνεται επίσης σε θέματα όπως η παγκόσμια ανάπτυξη, τα περιβαλλοντικά ζητήματα και τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα. Στο ένα οικονομικό πλαίσιο, έχουμε την υποχρέωση να βοηθάμε ο ένας τον άλλο και να έχουμε ως μέλημα την οικονομική ευημερία όλων, και όχι μόνο ορισμένων ομάδων ατόμων. Η αλληλεγγύη υπονοεί την αμοιβαία αλληλεξάρτηση των ανθρώπων στην κοινότητα και ανάμεσα στα έθνη παγκοσμίως.

Η αρχή της επικουρικότητας. Η αρχή αυτή, σύμφωνα με έναν ορισμό, «είναι μια οργανωτική αρχή σύμφωνα με την οποία τα θέματα πρέπει να διεκπεραιώνονται από τη μικρότερη, χαμηλότερη ή λιγότερο συγκεντρωτική αρμόδια αρχή. Οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται σε τοπικό επίπεδο, ει δυνατόν, παρά από μια κεντρική αρχή. Η αρχή της επικουρικότητας διατυπώθηκε από τον πάπα Πίο ΙΑ΄ στην εγκύκλιό του Quadragesimo Anno, που κυκλοφόρησε το 1931. «Μία κοινωνία με υψηλότερες ευθύνες δεν πρέπει να επεμβαίνει στα εσωτερικά μιας κοινωνίας με χαμηλότερες ευθύνες, αφαιρώντας από αυτήν τις αρμοδιότητές της, αλλά μάλλον οφείλει να την υποβαστάζει σε περίπτωση ανάγκης και να την βοηθάει να συντονίζει τις δραστηριότητές της με τις δραστηριότητες συνολικά της κοινωνίας, έχοντας πάντα υπόψη το κοινό καλό».(ΚΚΕ 1883). «Η αρχή της προσεπικουρίας είναι αντίθετη σε όλες τις μορφές του κολλεκτιβισμού. Χαράζει τα όρια της επεμβάσεως του Κράτους. Στοχεύει στην εναρμόνιση των σχέσεων μεταξύ των ατόμων και των κοινωνιών. Τείνει προς την εγκατάσταση μιας αληθινής διεθνούς τάξεως» (ΚΚΕ1885). Η αρχή της επικουρικότητας προστατεύει τους ανθρώπους από καταχρήσεις ανώτερων κοινωνικών αρχών και καλεί τις ίδιες αυτές αρχές να βοηθούν άτομα και ενδιάμεσες ομάδες να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους. Η εμπειρία δείχνει ότι η άρνηση της αρχής αυτής, ή ο περιορισμός της για χάρη ενός υποτιθέμενου εκδημοκρατισμού όλων των μελών της κοινωνίας, περιορίζει και ενίοτε καταστρέφει το πνεύμα της ελευθερίας και της πρωτοβουλίας.

Η φροντίδα για τη Δημιουργία του Θεού. Υπό τον πάπα Φραγκίσκο, το πεδίο εφαρμογής της σκέψης της καθολικής Εκκλησίας σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη διευρύνθηκε πέρα από την εστίαση στην οικονομία, τη μετανάστευση και τον πόλεμο, συμπεριλαμβάνοντας και το περιβάλλον. Η φροντίδα για τη Γη δεν είναι απλώς ένα σύνθημα για την Ημέρα της Γης- είναι απαίτηση της πίστης μας. Καλούμαστε να προστατεύουμε τους ανθρώπους και τον πλανήτη, βιώνοντας την πίστη μας σε σχέση με όλη τη δημιουργία του Θεού. Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις έχουν θεμελιώδεις ηθικές και δεοντολογικές διαστάσεις που δεν μπορούν να αγνοηθούν.

Γίνεται κατανοητό από όσα προηγήθηκαν, ότι η κοινωνική δικαιοσύνη κατά την Καθολική Εκκλησία, δεν αφορά στην προσωπική ταυτότητα ή στην ομαδική δύναμη, ή στην απόκτηση περισσότερων υλικών αγαθών. Η αληθινή κοινωνική δικαιοσύνη έχει να κάνει με την οικοδόμηση μιας κοινωνίας όπου οι άνθρωποι μπορούν να είναι καλοί και να φροντίζουν ο ένας τον άλλον. Και η αληθινή κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορεί ποτέ να αποκτηθεί χωρίς την απλή ανθρώπινη καλοσύνη, συμπόνια και συγχώρηση. Η Εκκλησία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται καθαρά ως φιλανθρωπικός οργανισμός, ούτε ως χώρος όπου προσεύχονται οι πιστοί, αλλά έχει να προσφέρει μιας ζωτικής σημασίας συνεισφορά στην προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και στην κατεύθυνση που παίρνει η κοινωνία.

Ο πάπας Φραγκίσκος προειδοποιεί για τις κοσμικές θεωρήσεις που μειώνουν τη μεγάλη αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου. Σε πολλές από τις θεωρίες και ιδεολογίες που κερδίζουν έδαφος στη δημόσια ζωή μας, βλέπουμε τέτοια περιοριστικά οράματα. Όπως το έθεσε ο Αρχιεπίσκοπος José H. Gomez σε μια ομιλία του προς τους καθολικούς δικηγόρους τον Απρίλιο του 2021 στη Μινεσότα, «Το πρόβλημα είναι η απουσία του Θεού. Όταν αρνούμαστε τον Θεό, χάνουμε την αλήθεια για την ανθρώπινη υπερβατικότητα. Αυτό σημαίνει ότι οι καθαρά κοσμικές θεωρήσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης, ακόμη κι όταν έχουν καλές προθέσεις, δεν μπορούν να μάς οδηγήσουν στη δημιουργία πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών που υπηρετούν πραγματικά την ανθρώπινη ευημερία».

Όλες οι αρχές της καθολικής κοινωνικής δικαιοσύνης μαζί, δημιουργούν μια μοναδική προσέγγιση για την αξιολόγηση της πραγματικότητάς μας και για την ελπίδα για το μέλλον. Αυτός ο τρόπος σκέψης αποτελεί ένα δώρο που μπορούμε να κομίσουμε στις οικογένειες και στις κοινότητές μας. Είναι εύκολο απλώς να δεχθούμε και να πιστέψουμε ότι αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί ο κόσμος όταν μια αλλαγή στις μετοχές κερδίζει μεγαλύτερη ειδησεογραφική κάλυψη απ’ ό,τι ο αγώνας των εργατών για έναν μισθό που να εξασφαλίζει τα προς το ζην, ή όταν ακούμε για μια περιβαλλοντική καταστροφή χωρίς σχέδια για την εμπόδιση περεταίρω ζημιάς στη Γη.

Το να θυμόμαστε την καθολική κοινωνική δικαιοσύνη και το να κρίνουμε αυτά που βιώνουμε με γνώμονα το πόσο καλά οι αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης τηρούνται, είναι ένας τρόπος να θυμόμαστε ότι έχουμε κληθεί να ζήσουμε με διαφορετικές προτεραιότητες από τα κυρίαρχα πολιτικά ή οικονομικά συστήματα. Αυτός ο τρόπος να ζούμε αντιτίθεται στην «παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας», στην «κουλτούρα της μιας χρήσης» ή στην «οικονομία του αποκλεισμού και της ανισότητας», όπως χαρακτηριστικά λέει ο πάπας Φραγκίσκος. Αντιθέτως, αναζητά την εξάπλωση της αλληλεγγύης και της συνεργασίας.

Νέες πραγματικότητες και κοινωνική αδικία