Διαδικτυακή έκδοση της κοινότητας των Ιησουιτών στην Ελλάδα / ISSN 2945-1736

ΚΟΙΝΩΝΙΑEργασία και ηθική στον 21ο αιώνα

Eργασία και ηθική στον 21ο αιώνα

Eργασία και ηθική στον 21ο αιώνα

Μέγεθος Κειμένου-+=

Τι είναι εργασία;

Τα τελευταία χρόνια ο κόσμος της εργασίας έχει αλλάξει ραγδαία, ώστε δημιούργησε συνήθειες, τρόπους ζωής και ηθικά μοντέλα από τα οποία απορρέουν μεγάλα θεμελιώδη ερωτήματα. Για παράδειγμα, τι σημαίνει ανθρώπινη εργασία; Ποια πρέπει να είναι τα καινούργια δικαιώματα και οι νέες υποχρεώσεις του εργαζόμενου; Σε ποιες συνθήκες εργασίας μπορεί ένας άνθρωπος να συμβάλει στην πρόοδο, υλική και πνευματική, της κοινωνίας; Ή με ποιον τρόπο μπορούμε να νικήσουμε την ανεργία και ποια θα πρέπει να είναι η εκπαίδευση των νέων που να τους προετοιμάζει για την εργασία του μέλλοντος;
Ο ίδιος ο ορισμός της «εργασίας» πέρασε από τέσσερις επαναστάσεις. Το 1794, με την εφεύρεση της ατμομηχανής και, κατά συνέπεια, με την εκμετάλλευση της δύναμης του νερού και του ατμού για τη μηχανοποίηση της παραγωγής, η ανθρώπινη εργασία σημαδεύτηκε από μια τομή. Την πρώτη αυτή επανάσταση ακολούθησε μια δεύτερη, η βιομηχανική, που ξεκίνησε κατά τα τέλη του 1780. Είναι οι καιροί της μαζικής παραγωγής με τη χρήση του ηλεκτρισμού, των μηχανών και της αυξανόμενης χρήσης του πετρελαίου ως νέας πηγής ενέργειας. Το 1940 γεννιέται η πληροφορική και μαζί της, η τρίτη βιομηχανική επανάσταση. Τέλος, τον Απρίλιο του 2013 ξεκινά επισήμως στη Γερμανία η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, ή Βιομηχανία 4.0, που αφορά στις εξελίξεις της νανοτεχνολογίας, τις βιοτεχνολογίες, την τεχνητή νοημοσύνη και τις εφαρμογές τους, την αυτοματοποίηση και την ανταλλαγή δεδομένων στις τεχνολογίες παραγωγής. Είναι η εποχή της εργασίας της ψηφιακής οικονομίας, που δημιουργεί ένα καινούργιο περιβάλλον για εταιρείες και εργαζομένους.

Στην κεφαλαιοκρατία, η εργασία είναι ένας από τους παραγωγικούς συντελεστές. Ορίζεται ως κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, πνευματική και σωματική, που αποσκοπεί στην παραγωγή, στη μεταφορά και στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών και στην προσφορά ενός προϊόντος, υλικού ή πνευματικού. Μπορεί να είναι χειρωνακτική, ή πνευματική ή συνδυασμός των δύο. Είναι η ενασχόληση με μία υποχρέωση έως ότου ληφθεί μετρήσιμο αποτέλεσμα• για να θεωρηθεί, δηλαδή, η καταβολή προσπάθειας ως εργασία, πρέπει να αποβλέπει κυρίως στην παραγωγή οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών. Γνωρίζουμε όμως, ότι δεν είναι μόνο ένα μέσο απόκτησης υλικών αγαθών, αλλά και μέσο ευμάρειας, ικανοποίησης του ατόμου, αξιοποίησης των κλίσεων και ιδιαιτεροτήτων του και κοινωνικής καταξίωσης.

Η Κοινωνική Διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας αντιλαμβάνεται την εργασία με ευρύτερο περιεχόμενο, τοποθετώντας τον άνθρωπο στο επίκεντρό της. «Η εργασία είναι θεμελιώδες δικαίωμα και αγαθό για τον άνθρωπο: ένα αγαθό χρήσιμο, άξιό του επειδή είναι κατάλληλο για να εκφράζει και να αυξάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η Εκκλησία διδάσκει την αξία της εργασίας όχι μόνο επειδή είναι πάντα προσωπική, αλλά και επειδή έχει τον χαρακτήρα της αναγκαιότητας». Η εργασία είναι ταυτόχρονα καθήκον του ανθρώπου. Αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς «επιβεβαιώνει τη βαθιά ταυτότητα του ανθρώπου που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού». Είναι αναγκαία για να σχηματιστεί και να διατηρηθεί μια οικογένεια, για να έχουμε δικαίωμα στην ιδιοκτησία, για να συνεισφέρει στο κοινό καλό της ανθρώπινης οικογένειας, και «διαθέτει και μια έμφυτη κοινωνική διάσταση». Η ανθρώπινη εργασία όχι μόνο απορρέει από τον άνθρωπο, αλλά ρυθμίζεται και προορίζεται γι’ αυτόν.
Η Κοινωνική Διδασκαλία της Εκκλησίας υπογραμμίζει δύο διαστάσεις της εργασίας: την αντικειμενική και την υποκειμενική. Ως αντικειμενική διάσταση ορίζει το σύνολο των δραστηριοτήτων, των πόρων, των μέσων και των τεχνικών που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να παράγει και να δημιουργεί.

Με την υποκειμενική της έννοια, η εργασία είναι η δράση του ανθρώπου ως δυναμικού όντος, ικανού να επιτελέσει διάφορες ενέργειες που ανήκουν στη διαδικασία της εργασίας και αντιστοιχούν στην προσωπική του κλήση. Είναι χαρακτηριστική η σχετική αναφορά της εγκυκλίου επιστολής του αγίου πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄, Laborem Exercens (Για την ανθρώπινη εργασία), ότι ο άνθρωπος «ως ‘εικόνα του Θεού’ είναι ένα πρόσωπο, δηλαδή ένα υποκειμενικό πλάσμα ικανό να ενεργεί με τρόπο προγραμματικό και λογικό, ικανό να αποφασίζει για τον εαυτό του και που τείνει να ολοκληρωθεί». Ως πρόσωπο, ο άνθρωπος είναι λοιπόν υποκείμενο της εργασίας. Η εργασία με την αντικειμενική έννοια αποτελεί την τυχαία όψη της δραστηριότητας του ανθρώπου, που διαφέρει συνεχώς στους τρόπους της καθώς μεταβάλλονται οι τεχνικές, οι πολιτιστικές, οι κοινωνικές και οι πολιτικές συνθήκες. Αντίθετα, «με την υποκειμενική έννοια διαμορφώνεται η σταθερή του διάσταση, επειδή δεν εξαρτάται απ’ ό,τι ο άνθρωπος υλοποιεί ούτε από το είδος της δραστηριότητας που ασκεί, αλλά αποκλειστικά και μόνο από την αξιοπρέπειά του ως ανθρώπου». Η διάκριση είναι καθοριστική και για να κατανοήσουμε ποιο είναι το ύστατο θεμέλιο της αξίας και της αξιοπρέπειας της εργασίας σε σχέση με το πρόβλημα της οργάνωσης των οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων που θα σέβονται τα δικαιώματα του ανθρώπου. Η υποκειμενικότητα παρέχει στην εργασία τη χαρακτηριστική της αξιοπρέπεια, που εμποδίζει να τη θεωρούν σαν ένα απλό εμπόρευμα ή ένα αδιάφορο στοιχείο της οργάνωσης παραγωγής. «Η εργασία, ανεξάρτητα από τη μικρότερη ή μεγαλύτερη αντικειμενική αξία της, είναι ουσιαστική έκφραση του ανθρώπου. Οποιαδήποτε ματεριαλιστική ή οικονομικίστικη μορφή που τείνει να υποβιβάσει τον εργαζόμενο σε σκέτο όργανο παραγωγής, σε αξία αποκλειστικά υλική, θα καταλήξει να αλλοιώσει ανεπανόρθωτα την ουσία της εργασίας, στερώντας την από τον πιο ευγενικό και βαθιά ανθρώπινο στόχο της. Ο άνθρωπος είναι το μέτρο της αξιοπρέπειας της εργασίας».

Τονίζει, επίσης, ότι η εργασία, χάρη στον υποκειμενικό ή προσωπικό της χαρακτήρα, είναι ανώτερη από κάθε άλλον συντελεστή παραγωγής: «Αυτή η αρχή αξίζει σεβασμού κυρίως από το κεφάλαιο». Η υποκειμενική διάσταση της εργασίας πρέπει να έχει προτεραιότητα επί της αντικειμενικής, καθώς είναι εκείνη κατά την οποία ο ίδιος ο άνθρωπος επιτελεί την εργασία, καθορίζοντας την ποιότητα και την υψηλότερη αξία της. «Εάν λείπει αυτή η αντίληψη ή αν δεν θέλουμε να αναγνωρίσουμε ετούτη την αλήθεια, η εργασία χάνει την πιο αληθινή και βαθιά σημασία της: στην προκειμένη περίπτωση, δυστυχώς συχνή και διαδεδομένη, η εργασιακή δραστηριότητα και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται γίνονται πιο σημαντικές από τον ίδιο τον άνθρωπο», λέει η Κοινωνική Διδασκαλία.

Ι. ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ

Η κεντρική θέση του ανθρώπου και η αξιοπρέπεια της εργασίας

Ένα κοινό καθήκον που έχουν τόσο η Εκκλησία όσο και η εργασία είναι η υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η Κοινωνική Διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας μπορεί πραγματικά να συμβάλει στον τομέα της εργασίας παρέχοντας ένα ηθικό όραμα και μια βάση ηθικών αρχών επάνω στις οποίες μπορεί να οικοδομηθεί ο αγώνας για την κοινωνική δικαιοσύνη. Προσφέρει επίσης μια καρποφόρα πηγή για την καθοδήγηση της ηθικής σκέψης και της ηθικής λήψης αποφάσεων στις επιχειρήσεις.

Η πραγματικότητα είναι ότι ο άνθρωπος είναι εκείνος που εργάζεται, επομένως τα δικαιώματά του έρχονται πρώτα και δεν πρέπει να παραβιάζονται. Τα δικαιώματα του εργαζομένου συμπεριλαμβάνουν το δικαίωμά του να εργάζεται. Ο άγιος πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ στην εγκύκλιό του Centesimus Annus γράφει: «Μια κοινωνία που αποθαρρύνεται ή αρνείται συστηματικά το δικαίωμα στην εργασία και όπου μέτρα της πολιτικής οικονομίας δεν επιτρέπουν στους εργαζόμενους να φτάσουν σε ικανοποιητικά επίπεδα απασχόλησης, δεν μπορεί να επιδιώξει ούτε την ηθική νομιμοποίησή της ούτε την κοινωνική ειρήνη».

Στην αποστολική παραίνεσή του Αγάπη εν Αληθεία, ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ εξηγεί τι σημαίνει και ο όρος «αξιοπρέπεια της εργασίας»: «Σημαίνει εργασία που σε κάθε κοινωνία είναι η έκφραση της ουσιαστικής αξιοπρέπειας κάθε ενός άνδρα και κάθε μιας γυναίκας: εργασία επιλεγμένη ελεύθερα, που συνενώνει αποτελεσματικά τους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, για την ανάπτυξη της κοινότητάς τους. Εργασία που επιτρέπει στους εργαζόμενους να γίνονται σεβαστοί πέραν από κάθε διάκριση. Εργασία που παρέχει τη δυνατότητα να ικανοποιούνται οι ανάγκες των οικογενειών και να ανατρέφονται τα παιδιά, χωρίς αυτά τα ίδια να είναι υποχρεωμένα να εργάζονται. Εργασία που επιτρέπει στους εργαζομένους να οργανώνονται ελεύθερα και να ακούγεται η φωνή τους. Εργασία που αφήνει αρκετά περιθώρια στους εργαζομένους, ώστε να επανευρίσκουν τις ρίζες τους σε επίπεδο προσωπικό, οικογενειακό και πνευματικό. Εργασία που να εξασφαλίζει στους εργαζομένους που φθάνουν στην ηλικία σύνταξης αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής». Ο δε σύγχρονος φιλόσοφος Michael J. Sandel, στο βιβλίο του Η τυραννία της αξίας (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ), υποστηρίζει ότι «Οποιαδήποτε σοβαρή απάντηση στη ματαίωση της εργατικής τάξης, […] θα πρέπει να τοποθετεί την αξιοπρέπεια της εργασίας στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται. Άνθρωποι διαφόρων ιδεολογικών πεποιθήσεων μπορεί να υποστηρίζουν ποικίλες απόψεις για το τι σημαίνει μια κοινωνία να σέβεται την αξιοπρέπεια της εργασίας, ιδιαίτερα σε μια εποχή που η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογία, με την τροπή που φαίνεται πως ήταν αναπόφευκτο να πάρουν, απειλούν να την υπονομεύσουν». Η οικονομικές απώλειες και η γενικευμένη αίσθηση οικονομικής ανασφάλειας που βιώνουν πολλοί εργαζόμενοι είναι μια σοβαρή απειλή για την αξιοπρέπειά τους και για την μελλοντική ευημερία τους.

Η Καθολική Εκκλησία διδάσκει ότι οι άνθρωποι έχουν άπειρη αξία. Κάθε άτομο έχει μια εγγενή αξιοπρέπεια εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι πρόσωπο. Η πρώτη αρχή της Κοινωνικής Διδασκαλίας για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των εργαζομένων είναι ετούτη: Ο εργαζόμενος έχει το πρωτείο έναντι της οικονομίας. Η Εκκλησία συνειδητοποιεί ότι η οικονομία έχει δευτερεύουσα θέση μπροστά στα δικαιώματα των εργαζομένων. Ίσως το πιο σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή την αρχή για την ηθική στις επιχειρήσεις είναι ότι ο πρωταρχικός στόχος οποιασδήποτε επιχείρησης θα πρέπει να είναι η ευημερία του ανθρώπου και όχι η αναζήτηση του κέρδους. Κάτι τέτοιο, βέβαια, ακούγεται εντελώς παράξενο στον πολιτισμό μας, ιδιαίτερα για τα εταιρικά συμφέροντα, όμως είναι το θεμέλιο της εργασιακής ηθικής. Το κέρδος είναι απαραίτητο για την αδιάλειπτη λειτουργία μιας επιχείρησης και δεν είναι καθόλου κακό. Ωστόσο το κέρδος είναι το μέσο για έναν σκοπό και όχι αυτοσκοπός. Από την προοπτική της Κοινωνικής Διδασκαλίας, η ηθική νομιμοποίηση για την επιχειρηματική δραστηριότητα αφορά στη συμβολή της στην άνθηση του ανθρώπου, στο πώς ευθυγραμμίζει τη δραστηριότητά της με το σχέδιο του Θεού για τη Δημιουργία και στο πώς συμβάλλει στην βασιλεία του Θεού εδώ στη γη. Ο απώτερος στόχος της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι να ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι η συσσώρευση κέρδους. Οι επιχειρήσεις υπάρχουν για να υπηρετούν τον άνθρωπο και όχι το αντίστροφο. Έτσι λοιπόν, η Κοινωνική Διδασκαλία αναγνωρίζει ότι μια υπέρμετρα επιθετική αναζήτηση του κέρδους προκαλεί την ανθρώπινη αλλοτρίωση από την επιχείρηση και από τους άλλους ανθρώπους στην κοινωνία, όταν η εργασία οργανώνεται ώστε να διασφαλίσει τη μεγιστοποίηση του κέρδους με ελάχιστη ή καμία μέριμνα ώστε ο εργαζόμενος, μέσω της δικής του εργασίας, να αναπτύσσεται ως άνθρωπος.

Ο πάπας Λέων ΙΓ΄ μίλησε για τη σπουδαιότητα της αναγνώρισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στις επιχειρήσεις με την εγκύκλιό του Rerum Novarum (Για το κεφάλαιο και την εργασία), του 1891. Εδώ ο Πάπας αναγνωρίζει μια θεμελιώδη αλήθεια: Ότι προκειμένου οποιαδήποτε επιχείρηση να επιτύχει, χρειάζεται αμοιβαία συνεργασία μεταξύ ιδιοκτησίας και εργασίας. Οι εργάτες έχουν την υποχρέωση να τιμάνε τις συμφωνίες με τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων και οι ιδιοκτήτες έχουν την υποχρέωση να σέβονται τους εργάτες τους και να αναγνωρίζουν την εγγενή αξιοπρέπεια της εργασίας τους. Η έκκλησή του για αμοιβαίο σεβασμό έγινε κατά τη διάρκεια της ακμής της Βιομηχανικής Επανάστασης, όμως εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας για την καθολική ηθική σήμερα. Οι εταιρείες έχουν το καθήκον να φέρονται στους εργαζομένους τους με σεβασμό και κάθε οικονομική απόφαση και θεσμός πρέπει να κρίνεται αναλόγως με το αν προστατεύει ή υποσκάπτει την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου.

Το κάλεσμα της καθολικής ηθικής προς τις εταιρείες να υποστηρίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν τελειώνει με τους εργαζόμενους, αλλά επεκτείνεται και στις σχέσεις με τους πελάτες, τους προμηθευτές, τους μετόχους και κάθε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος, καθένα από τα οποία πρέπει να γίνεται αποδέκτης σεβασμού.

Δίκαιες εργασιακές συνθήκες και δίκαιος μισθός

Ένας ορατός τρόπος που μια επιχείρηση μπορεί να προωθήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι οι δίκαιες εργασιακές συνθήκες που προσφέρει. Η Κοινωνική Διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη εργασία έχει μια εγγενή αξιοπρέπεια για τρεις κύριους λόγους. Πρώτον, η εργασία είναι το κύριο μέσο με το οποίο ικανοποιούμε τις υλικές ανάγκες μας. Όλα τα υλικά αγαθά μας – η τροφή, η ένδυση, η κατοικία μας – παρέχονται από τον μισθό που κερδίζουμε από την εργασία μας. Δεύτερον, η εργασία είναι ένα μέσο για να συμμετάσχουμε μαζί με τον Θεό στην επαναδημιουργία του κόσμου. Η Εκκλησία διδάσκει ότι ο Θεός προικίζει κάθε άνθρωπο με ιδιαίτερα ταλέντα, τα οποία και πρέπει να χρησιμοποιεί για να βελτιώνει την κατάσταση της ανθρώπινης ζωής. Τρίτον, η Κοινωνική Διδασκαλία υποστηρίζει την αξιοπρέπεια της εργασίας επειδή τα άτομα «γίνονται αυτά που είναι» εν μέρει μέσω της εργασίας τους. Ως κοινωνία, τείνουμε να υπογραμμίζουμε την αντικειμενική φύση της εργασίας: πόσο παράγουμε, πόσο πουλάμε, πόσες ώρες εργαζόμαστε. Ωστόσο, η εργασία επηρεάζει και το ποιοι είμαστε. Αυτή είναι η υποκειμενική διάσταση της εργασίας την οποία τόνισε ο άγιος πάπας Ιωάννης-Παύλος Β΄. Η ανθρώπινη εργασία έχει μια εγγενή αξιοπρέπεια και δεν πρέπει ποτέ να την θεωρούμε εμπόρευμα που πωλείται και αγοράζεται.

Αυτή η θεώρηση της εγγενούς αξιοπρέπειας της εργασίας έχει σημαντικές επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις. Πρώτα απ’ όλα σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις έχουν μια ηθική υποχρέωση να πληρώνουν τους εργαζομένους τους με έναν δίκαιο μισθό, που να είναι επαρκής για να καλύπτει τις βασικές ανάγκες της οικογένειας του εργαζόμενου. Ο δίκαιος μισθός πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη μια σειρά από παράγοντες όπως τη φύση της εργασίας, τις δυνατότητες της επιχείρησης, το τοπικό κόστος ζωής, τις έντιμες μισθολογικές διαπραγματεύσεις και τον ρυθμό εξέλιξης των μισθών μέσα στην ίδια την εταιρεία. Η παροχή ενός δίκαιου μισθού δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά και την ηθική και τη δικαιοσύνη. Κάθε άνθρωπος έχει αξιοπρέπεια και αξίζει έναν δίκαιο μισθό, αλλά από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι δεν μπορούν να συμμετέχουν στην οικονομία χωρίς την ικανότητα να κερδίζουν αυτά που χρειάζονται στους ίδιους και σε όσους εξαρτώνται από αυτούς. Ένας δίκαιος μισθός προωθεί την κοινωνική, πολιτισμική και πνευματική διάσταση των ανθρώπων ως ατόμων και μελών της κοινωνίας – κάτι που η Εκκλησία αποκαλεί ολοκληρωμένη ανθρώπινη ανάπτυξη.

Οι μισθοί και τα μισθολογικά θέματα δεν εξαντλούν τις ηθικές υποχρεώσεις μιας επιχείρησης όσον αφορά στην αξιοπρέπεια της εργασίας. Η Κοινωνική Διδασκαλία υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να προσφέρουν υγειονομική περίθαλψη και επιδόματα αναπηρίας, καθώς κι ένα πρόγραμμα συνταξιοδότησης. Είναι αναγκαίο οι επιχειρήσεις να προωθούν πολιτικές εργασίας που δεν θα τιμωρούν, αλλά θα ευνοούν τον οικογενειακό πυρήνα από την άποψη της απασχόλησης. Θα μπορούσαν να δείχνουν μεγαλύτερο σεβασμό προς τις οικογένειες επιτρέποντας ευέλικτο ωράριο, γονικές άδειες και προγράμματα τηλεργασίας διευκολύνοντας ιδιαίτερα τη ζωή των μητέρων. Δηλαδή, να βρίσκεται μια ισορροπία ανάμεσα στην ευελιξία της εργασίας ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες των ατόμων αλλά και να γίνεται σεβαστή η ανάγκη των επιχειρήσεων για κερδοφορία• όταν διευκολύνονται εργασιακά περιβάλλοντα που σέβονται και τιμούν την αξιοπρέπεια των εργαζομένων εξασφαλίζοντας την οικονομική βιωσιμότητά τους, οι επιχειρήσεις γίνονται ανθρώπινες και παράλληλα αποτελεσματικές.

Οι εργασιακές συνθήκες θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν επαρκή χρόνο για ανάπαυση, αναψυχή, κοινωνικοποίηση και για τη δημιουργία και υποστήριξη οικογένειας. Η ισχύς των οικογενειών, και μάλιστα η δυνατότητα να ξεκινήσει κανείς οικογένεια, βασίζονται κατά πολύ στις συνθήκες εργασίας• άρα οι συνθήκες αυτές πρέπει να αναγνωρίζουν και να υποστηρίζουν την πραγματικότητα αυτήν. Από την άλλη πλευρά, οι εργαζόμενοι έχουν την υποχρέωση να εκπληρώνουν τις ευθύνες τους και τα καθήκοντά τους και να εργάζονται φιλότιμα και δίκαια, χωρίς να σκλαβώνονται από την εργασία τους, ούτε και να θεωρούν ότι σε αυτήν έχουν βρει το απόλυτο νόημα της ζωής.

Επιπλέον, η Κοινωνική Διδασκαλία απαιτεί οι επιχειρήσεις να καθιερώσουν δίκαιες διαδικασίες πρόσληψης και πολιτικές προαγωγής που δεν κάνουν διακρίσεις βάσει φύλου, φυλής, ηλικίας, εθνικότητας, σεξουαλικού προσανατολισμού ή θρησκευτικών πεποιθήσεων. Οι αρχές της διαφορετικότητας, της ισότητας, της συμπερίληψης βασίζονται στην ιδέα της αξιοπρέπειας. Καμία από αυτές δεν στέκει χωρίς τον σεβασμό απέναντι στους εργαζομένους. Αυτό, λοιπόν, σημαίνει αξιοπρέπεια στον χώρο της εργασίας, που πρέπει να γίνεται σεβαστή. Οι επιχειρήσεις, πρέπει ακόμη να καθιερώνουν ξεκάθαρες πολιτικές για τη διαχείριση του προσωπικού και διαδικασίες για τα παράπονα των εργαζομένων. Πρέπει, επίσης, να αρνούνται τις εμπορικές συνεργασίες με εταιρείες που εν γνώσει τους παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα, όπως εκείνες που χρησιμοποιούν την παιδική εργασία ή σκλάβους, ή που δεν αντιμετωπίζουν τις επικίνδυνες εργασιακές συνθήκες.

Υποστήριξη των εργατικών σωματείων

Ένας άλλος τρόπος που η Κοινωνική Διδασκαλία υποστηρίζει την αξιοπρέπεια της εργασίας είναι και η υποστήριξη των εργατικών σωματείων, και το δικαίωμα κάθε εργαζόμενου να γίνει μέλος κάποιου σωματείου εάν αυτό επιλέξει, καθώς και το καθήκον της διοίκησης να αναγνωρίζει και να σέβεται αυτό το δικαίωμα. Ο πάπας Λέων ΙΓ΄, γράφοντας στο πλαίσιο της Βιομηχανικής Επανάστασης, είχε επαινέσει στην εγκύκλιό του Rerum Novarum την ίδρυση εργατικών ενώσεων που είχαν ως σκοπό τους την προστασία των δικαιωμάτων των εργατών και την προώθηση της ευημερίας τους. Σύμφωνα με τον Πάπα, οι εργάτες διατηρούν ένα «φυσικό δικαίωμα» και δεν μπορούν να εμποδίζονται από κανέναν να γίνονται μέλη τέτοιων ενώσεων. Το ίδιο δικαίωμα είχε υποστηρίξει ο άγιος πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ στην εγκύκλιό του Laborem Exercens όταν υπογράμμισε ότι τα εργατικά σωματεία αποτελούν ένα «απαραίτητο στοιχείο της κοινωνικής ζωής» στον σημερινό κόσμο. Τα σωματεία ενεργούν υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης επειδή υποστηρίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων απέναντι σε όσους κατέχουν και ελέγχουν τα μέσα παραγωγής. Με το ίδιο σκεπτικό, οι εργαζόμενοι μπορούν νόμιμα να καταφεύγουν στην κήρυξη απεργιών όταν αυτό είναι το μόνο διαθέσιμο μέσο δικαιοσύνης.

Και παρόλο που η Καθολική Εκκλησία έχει υποστηρίξει τα δικαιώματα των εργαζομένων, καθώς και το εργατικό κίνημα συνολικά, αυτή η υποστήριξη δεν έρχεται χωρίς όρια: Η Κοινωνική Διδασκαλία υπογραμμίζει ότι και τα μέλη των σωματείων έχουν σημαντικά ηθικά καθήκοντα. Οι εργαζόμενοι πρέπει να χρησιμοποιούν τη συλλογική δύναμή τους για το κοινό καλό της κοινωνίας ως συνόλου, συμπεριλαμβανομένων και των εργαζομένων σε αναπτυσσόμενες χώρες, και όχι μόνο για το δικό τους ατομικό καλό ή μόνο για το καλό του σωματείου. Επίσης, όταν τα μέλη των σωματείων ασκούν το δικαίωμά τους στην απεργία, πρέπει να το κάνουν μόνο για «ακραίους» λόγους, δεν πρέπει ποτέ να καταφεύγουν στη βία και δεν πρέπει ποτέ να κάνουν κατάχρηση ή να υπάγουν αυτό το δικαίωμα σε κάποιο «εξωτερικό» πολιτικό κίνητρο.

Παραγωγική αποκέντρωση

Εν όψει της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, η Κοινωνική Διδασκαλία υποχρεώνει τις εταιρείες να εξετάζουν την πρακτική της παραγωγικής αποκέντρωσης. Πολλές εταιρείες πλέον αναθέτουν τις διαδικασίες κατασκευής και παροχής προϊόντων, όπως και τα τηλεφωνικά κέντρα εξυπηρέτησης πελατών, σε αναπτυσσόμενες χώρες. Κι ενώ δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό στη μεταφορά της παραγωγής ή στην υποστήριξη εγκαταστάσεων στο εξωτερικό, εγείρονται ηθικά ζητήματα γύρω από τους λόγους που οι εταιρείες το κάνουν αυτό: είναι επειδή θέλουν πραγματικά να βοηθήσουν τον λαό των χωρών αυτών να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους ή το κάνουν απλώς για να επωφεληθούν από το χαμηλό κόστος εργασίας και έτσι να αυξήσουν τα κέρδη τους; Και τι γίνεται με όσους εργαζόμενους μένουν πίσω στην χώρα μιας επιχείρησης, οι οποίοι χάνουν τη δουλειά τους; Η παγκοσμιοποίηση και οι τεχνολογικές εξελίξεις δημιουργούν έναν κόσμο εργασίας που επιφυλάσσει ελάχιστη αξιοπρέπεια σε όσους έχουν αποκλειστεί από αυτόν – στους ανέργους. Για το θέμα αυτό, και πάλι ο Michael J. Sandel γράφει: «Οι οικονομικές ανησυχίες δεν αφορούν μόνο τα χρήματα που έχει κάποιος στην τσέπη του, αλλά και τη σχέση ανάμεσα στον ρόλο του στην οικονομία και τη θέση του στην κοινωνία. Αυτοί που επλήγησαν από τις τέσσερις δεκαετίες παγκοσμιοποίησης και τις αυξανόμενες ανισότητες δεν υπέφεραν μόνο από την καθήλωση των μισθών τους• ένιωθαν επιπλέον τον φόβο ότι περιέρχονται σιγά σιγά σε αχρηστία. Η κοινωνία στην οποία ζούσαν έμοιαζε να μην χρειάζεται πλέον τις δεξιότητες που είχαν να προσφέρουν.[…] Το άλγος της ανεργίας δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη εισοδήματος, αλλά και στην αίσθηση του ανέργου ότι στερείται την ευκαιρία να συμβάλει στο κοινό καλό». Ο τρόπος όμως με τον οποίο μια κοινωνία αξιολογεί και ανταμείβει την εργασία συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που ορίζει το κοινό καλό.

Ο σεβασμός του κοινού καλού

Δεύτερη αρχή της κοινωνικής διδασκαλίας είναι ετούτη: Οι εργαζόμενοι πρέπει να σέβονται το κοινό καλό, την πρόοδο του οποίου υπηρετούν. Ξανά, πέρα από το δικαίωμα των εργαζομένων να γίνεται σεβαστή η εγγενής αξιοπρέπειά τους, έχουν επίσης και την ευθύνη να εργάζονται φιλότιμα, τίμια και όσο το δυνατόν καλύτερα, σύμφωνα με τις ικανότητές τους, στην εργασία τους. Η κλήση των εργαζομένων να εργάζονται για το κοινό καλό απορρέει από το γεγονός ότι είναι πρόσωπα. Σημαίνει ότι στον εργασιακό χώρο δεν καλούμαστε να θυσιαζόμαστε τυφλά, αλλά μάλλον να εργαζόμαστε δημιουργικά ώστε να αναπτύξουμε την οικονομία και να ανταποκριθούμε στις ανάγκες της ευρύτερης κοινωνίας.

ΙΙ. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ 4.0

Η σχέση ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο παρουσιάζει συχνά τα γνωρίσματα της σύγκρουσης, που προσλαμβάνει νέα χαρακτηριστικά με τη μεταβολή του κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου. Παλιότερα, η σύγκρουση ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία προερχόταν κυρίως από το γεγονός ότι «οι εργαζόμενοι έθεταν τις δυνάμεις τους στη διάθεση της ομάδας των επιχειρηματιών, κι αυτοί, οδηγημένοι από την αρχή του μέγιστου κέρδους, προσπαθούσαν να ορίσουν τον πιο χαμηλό μισθό για τη δουλειά των εργατών», μάς πληροφορεί η εγκύκλιος Laborem Exercens. Το εγχειρίδιο «Σύνοψη της Κοινωνικής Διδασκαλίας της Εκκλησίας» που κυκλοφόρησε πριν από είκοσι χρόνια, προειδοποιούσε ήδη από τότε ότι «τώρα όμως η σύγκρουση παρουσιάζει νέες πλευρές και ίσως πιο ανησυχητικές: η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος και η παγκοσμιοποίηση της αγοράς, αφ’ εαυτών πηγή ανάπτυξης και προόδου, εκθέτουν τους εργαζόμενους στον κίνδυνο να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τα γρανάζια της οικονομίας και την ξέφρενη αναζήτηση παραγωγικότητας».

Στην καπιταλιστική οικονομία, προτεραιότητα έχει η αποτελεσματικότητα, η παραγωγικότητα και το κέρδος στον συντομότερο δυνατό χρόνο. Ο εργαζόμενος θεωρείται ένα εργαλείο, ένα μέσο για την συσσώρευση κέρδους. Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης που περάσαμε και οι νέες εξελίξεις στον τομέα της εργασίας, βάρυναν πολύ στον κόσμο της εργασίας με τη γενική αύξηση της ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων και των άνω των 50 ετών.
Όταν κοιτάζουμε την κατάσταση των ανέργων και πολλών συνηθισμένων εργαζομένων, βλέπουμε όχι μόνο άτομα σε οικονομική κρίση, αλλά και οικογένειες που αγωνίζονται να «τα βγάλουν πέρα», και κοινότητες σε δυσκολία. Βλέπουμε μια κοινωνία που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χαρίσματα και την ενέργεια όλων όσοι θα μπορούσαν να εργάζονται, που δεν μπορεί να εξασφαλίσει στους σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους ότι οι μισθοί και τα επιδόματα μπορούν να υποστηρίξουν αξιοπρεπώς τις οικογένειες. Βλέπουμε μια οικονομία που δεν μπορεί να παράσχει εργασία, αξιοπρεπείς μισθούς και επιδόματα, καθώς και μια αίσθηση συμμετοχής για τους εργαζομένους της. Η υψηλή ανεργία, με λίγες θέσεις εργασίας που ανταποκρίνονται πλέον στο πρότυπο της οκτάωρης εργασίας για χιλιάδες αιτήσεις ή το αντίστροφο, νέες θέσεις εργασίας σε τομείς αιχμής, αλλά με λίγους υποψήφιους που να πληρούν τις προϋποθέσεις, είναι η νέα πραγματικότητα. Οι παλιοί τρόποι εργασίας ή επιχειρείν σταδιακά εγκαταλείπονται. Για πολλούς, το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου έχει αντικατασταθεί από την επιβίωση του ισχυρότερου.

Πολλά επαγγέλματα μετασχηματίζονται εξαιτίας της τεχνολογίας. Αλλά πόσες θέσεις εργασίας θα θυσιαστούν αν ο εργάτης ή ο εργαζόμενος υπαχθούν στην τεχνική και στην τεχνολογία; Ποια διεθνής διακυβέρνηση θα μπορέσει να ρυθμίσει αυτή την ασταμάτητη διαδικασία; Σύμφωνα με τον Kevin Kelly του περιοδικού Wired, «η επιτυχία του καθενός θα εξαρτηθεί από το πόσο γνωρίζει να διαδρά με τη μηχανή», κάτι που θέτει τον άνθρωπο υπό συνθήκες καινοτομίας, δηλαδή απαιτεί να αναπτύξει τις δεξιότητές του. Η γνώση είναι εκείνη που θα επιτρέψει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Μια ακόμη ικανότητα που θα πρέπει να έχουν οι εργαζόμενοι είναι η διαχείριση της αυτονομίας τους. Αυτή η διάσταση αλλάζει τις ιεραρχικές σχέσεις και απαιτεί μια προσπάθεια προσαρμογής και μια εξέλιξη της διοίκησης. Και για τη διαχείριση αυτών των νέων μορφών εργασίας θα είναι απαραίτητο ο εργαζόμενος να έχει μια σταθερή ισορροπία: Η εργασία στον ίδιο χώρο όπου ζει και κατοικεί κανείς μπορεί να βάλει σε κρίση τις οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις, και κατά τον ίδιο τρόπο μια κακή διαχείριση του χρόνου μπορεί να καταστήσει δυσδιάκριτα τα όρια του χρόνου εργασίας με τον χρόνο ανάπαυσης που είναι τόσο σημαντικός.

Αυξάνονται οι ανισότητες και εξαιτίας των τάσεων της εργασίας γενικότερα. Μειώνεται η μεσαία τάξη λόγω της ελάττωσης ορισμένων τυπικών εργασιών γραφείου τις οποίες μπορούν να επιτελέσουν μηχανές. Σε πρώτη ζήτηση βρίσκονται εργαζόμενοι που επιδεικνύουν δημιουργικότητα και που μπορούν να καινοτομήσουν, ενώ μένουν στην άκρη εργαζόμενοι με μια σειρά προσόντων που πλέον δεν θεωρούνται προτεραιότητας. Επομένως υπάρχει η αναγκαιότητα να ενθαρρύνεται η προσαρμοστικότητα στην αλλαγή και εκεί όπου είναι δυνατό να δημιουργηθεί μια συμμαχία με την τεχνολογία, θεωρώντας την όμως στήριγμα και όχι υποκατάστατο του ανθρώπου. Η ισορροπία ανθρώπου και μηχανής στην Βιομηχανία 4.0 είναι ευαίσθητη. Ο άνθρωπος θα μπορούσε να μάθει να διαδρά με τη μηχανή μέχρι του σημείου να αλλοτριωθεί μέσα στον κόσμο που αυτή δημιούργησε. Για τον λόγο αυτόν, είναι απαραίτητο να εστιάσουμε την προσοχή μας στο χριστιανικό ανθρωπολογικό όραμα, στη βάση του οποίου ο άνθρωπος καλείται να παραμείνει το υποκείμενο της τεχνολογίας και όχι το αντικείμενό της. Η τεχνολογία είναι και παραμένει καρπός της ευφυίας του ανθρώπου και δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, αλλά όλα εξαρτώνται από τη χρήση που της κάνουμε και όλα εξαρτώνται από το αν την θέτουμε στην υπηρεσία της ολοκληρωμένης ανθρώπινης ανάπτυξης, της ανάπτυξης ολόκληρου του ανθρώπου και όλων των ανθρώπων. Σε αντίθετη περίπτωση, μάς υπενθυμίζει ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ στην εγκύκλιό του Αγάπη εν Αληθεία, υπάρχει ο κίνδυνος η τεχνολογία να μεταμορφωθεί σε εργαλείο καταστροφής του ανθρώπου. «Από εδώ προκύπτει η αναγκαιότητα της προτεραιότητας της ηθικής επί της τεχνολογίας, του πρωτείου του ανθρώπου επάνω στα πράγματα, της ανωτερότητας του πνεύματος επί της ύλης». Στο μέλλον θα πρέπει να μάθουμε να συμβιώνουμε με τις μηχανές, αναθέτοντάς τους δραστηριότητες που χρειάζονται ταχύτητα, αφήνοντας, ωστόσο, στον άνθρωπο τις δραστηριότητες που απαιτούν τη χρήση της λογικής, της διάκρισης και του πνεύματος, δηλαδή χαρακτηριστικά του ανθρώπου.

Από την άλλη πλευρά, η δυνατότητα εργασίας εξ αποστάσεως – η ευέλικτη εργασία, μια νέα μορφή εργασίας η οποία γεννήθηκε με την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση – επιτρέπει στον εργαζόμενο να νιώσει υπεύθυνος και να έχει τη δυνατότητα, θεωρητικά τουλάχιστον, να επενδύσει περισσότερο στην προσωπική και οικογενειακή ζωή του και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του με την ευελιξία που προσφέρει. Για τις επιχειρήσεις, αυτό σημαίνει μείωση του κόστους που προκύπτει από την παρουσία του εργαζομένου. Και για τους δύο, το νέο πρότυπο εργασίας σημαίνει ότι απαιτείται μια σχέση ώριμη ανάμεσα στους επιχειρηματίες και στους συνεργάτες τους, μια σχέση που βασίζεται στην εμπιστοσύνη και στη φερεγγυότητα.

Κοιτάζοντας προς το μέλλον είναι βέβαιο ότι η αγορά εργασίας πρόκειται να αλλάξει ακόμη περισσότερο και οι τρόποι εργασίας να προσαρμοστούν, παρόλο που είναι δύσκολο να προβλέψουμε το πώς ακριβώς θα συμβεί αυτό. Εκείνο που γίνεται ολοένα ξεκάθαρο είναι ότι έχει παρέλθει ο καιρός όπου μετά τις σπουδές τους, οι περισσότεροι έβρισκαν μια σταθερή, οκτάωρη εργασία. Το πρώτο βήμα για να εξασφαλιστεί ότι είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε σε τούτες τις αλλαγές είναι ίσως και το πιο προφανές, αλλά ενδεχομένως και το δυσκολότερο. Εάν εργαζόμαστε, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι βλέπουμε αξία και αξιοπρέπεια σε ό,τι κάνουμε, ακόμη και όταν κάτι τέτοιο αποτελεί πρόκληση.

Αναλογιζόμενοι τον ρόλο που η εργασία έχει στη ζωή μας και την επιρροή που μπορούμε εμείς οι ίδιοι να έχουμε στον χώρο εργασίας μας, ας σκεφτούμε πώς μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα και να προστατεύσουμε την κυρίαρχη θέση που πρέπει να έχουν οι εργαζόμενοι έναντι της αποτελεσματικότητας, καθώς και την ευθύνη των εργαζομένων να φροντίζουν για το κοινό καλό. Άλλωστε, πολλοί έχουν κατανοήσει ότι πρωταρχικός σκοπός της εργασίας δεν είναι μόνο το εισόδημα, αλλά ότι η εργασία είναι ταυτόχρονα και κλήση. Όλο και περισσότεροι αναζητούν μια εργασία που να αντιστοιχεί στις φιλοδοξίες τους αλλά και που να υπηρετεί την κοινωνία – που να έχει, δηλαδή, νόημα. Η κρίση που έφερε η πανδημία είναι ένα σήμα ότι το κέρδος – που βασίζεται στην τετραπλή λογική «παράγω –εξάγω –καταναλώνω – πετάω» – ως μοναδικός ορίζοντας δεν είναι βιώσιμος. Η αναζήτηση νοήματος αυξάνεται διαρκώς. Το ζήτημα είναι να περάσουμε από μια οικονομία της παραγωγής σε μια οικονομία που να προσφέρει υπηρεσία στην κοινωνία. Να βλέπουμε την εργασία ως ουσιαστικό τόπο της κοινωνικής ζωής και ταυτόχρονα ως τόπο μεταμόρφωσης του κόσμου.