Διαδικτυακή έκδοση της κοινότητας των Ιησουιτών στην Ελλάδα / ISSN 2945-1736

ΚΟΙΝΩΝΙΑΗ «κουλτούρα της απόρριψης» στον τομέα της διατροφής

Η «κουλτούρα της απόρριψης» στον τομέα της διατροφής

Η «κουλτούρα της απόρριψης» στον τομέα της διατροφής

Μέγεθος Κειμένου-+=
Τμήμα του κειμένου βασίστηκε σε άρθρο του Wilfred Sumani που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό La Civiltà Cattolica, τεύχος 4111 του 2021, σελ. 34-42, τόμος IV.

Στη δραματική ταινία του 2014, «Ένα γενναίο ψέμα», παρουσιάζονται νεαροί πρόσφυγες από το Σουδάν που βρίσκουν δουλειά σε ένα παντοπωλείο στο Κάνσας των ΗΠΑ. Εκεί βιώνουν πολιτισμικό σοκ όταν βλέπουν καλάθια με τρόφιμα να πετιούνται στα σκουπίδια. Ένας από αυτούς ρωτάει το αφεντικό του: «Δεν υπάρχει κάποιος που μπορεί να θέλει ή να χρειάζεται αυτά τα τρόφιμα;». Μια άλλη μέρα, ο ίδιος υπάλληλος σταματά μια άστεγη γυναίκα που ψάχνει στους κάδους και της δίνει πιο φρέσκα τρόφιμα από το παντοπωλείο. Αλλά αυτή η χειρονομία εκνευρίζει το αφεντικό. Τότε παραιτείται από τη δουλειά του, επειδή δεν μπορεί να καταλάβει γιατί είναι πρόβλημα το να δίνεις τρόφιμα σε όσους τα έχουν ανάγκη.
Το επεισόδιο αυτό είναι ένα από τα πολλά που συναντάμε στην κορυφή του παγόβουνου της «κουλτούρας της σπατάλης» ή «της απόρριψης» ή «των αποβλήτων», όπως την αποκαλεί ο πάπας Φραγκίσκος. Είναι φαινόμενο της εποχής μας ιδιαίτερα εμφανές στον τομέα της τροφής, όπου η απώλεια και η σπατάλη των τροφίμων αφθονούν.

Σύμφωνα με το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), ως «απώλεια τροφίμων» ορίζεται η απομάκρυνση των τροφίμων από την ανθρώπινη αλυσίδα εφοδιασμού πριν φτάσουν στις αγορές τροφίμων ή/και στα νοικοκυριά. Η «σπατάλη τροφίμων», από την άλλη πλευρά, αναφέρεται στην απόρριψη των προϊόντων διατροφής που συμβαίνει στα νοικοκυριά ή στις εγκαταστάσεις εστίασης, όπως τα εστιατόρια. Όπως μαρτυρούν τα στοιχεία, πετάμε 174 κιλά τρόφιμα κατά κεφαλήν ετησίως. Υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο των τροφίμων που παράγονται για ανθρώπινη κατανάλωση χάνεται ή σπαταλιέται, δηλαδή 1,3 δισεκατομμύρια τόνοι κάθε χρόνο. Η απώλεια και η σπατάλη τροφίμων μαζί αντιπροσωπεύουν ετήσια απώλεια εσόδων άνω του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Ο António Guterres, Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, έχει χαρακτηρίσει την απώλεια και τη σπατάλη τροφίμων «ηθική αγανάκτηση», ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τον αυξανόμενο αριθμό των πεινασμένων ανθρώπων στις φτωχές κοινότητες.

Πώς όμως χάνεται και κατασπαταλάται η τροφή;

Η τροφή χάνεται και κατασπαταλάται για πολλούς λόγους στους οποίους περιλαμβάνονται η έλλειψη επίγνωσης του ζητήματος, οι τις τεράστιες διαστάσεις του προβλήματος και η έλλειψη επίγνωσης για τις ωφέλειες της μείωσης της σπατάλης και της απώλειας της τροφής, καθώς και η έλλειψη της γνώσης για το τι πρέπει να γίνει για το πρόβλημα αυτό. Και στην αλυσίδα των αιτίων προστίθενται η έλλειψη των δυνατοτήτων ή των κινήτρων για την αντιμετώπιση του ζητήματος, Διαπιστώνεται ακόμα έλλειψη δεξιοτήτων σε επίπεδο νοικοκυριών αλλά και έλλειψη υποδομών κατά την αλυσίδα εφοδιασμού, ιδιαίτερα στις υπό ανάπτυξη χώρες, σε τομείς όπως η ψύξη, οι τοπικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας, η υποδομή μεταφοράς και διανομής των τροφίμων. Η κατανομή της απώλειας τροφής σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού ποικίλλει ανά περιοχή του κόσμου. Η απώλεια και η σπατάλη τροφής στο στάδιο της κατανάλωσης σε σπίτια και σε εστιατόρια είναι ιδιαίτερα αυξημένες σε περιοχές με υψηλό εισόδημα, ενώ οι απώλειες κατά το στάδιο της διαχείρισης και της αποθήκευσης είναι αυξημένες σε περιοχές με χαμηλό εισόδημα. Οι απώλειες της παραγωγής στα αγροκτήματα, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τη συγκομιδή, αποτελούν πρόβλημα σε όλες τις περιοχές.

Αν ένα μέρος των απωλειών της τροφής οφείλεται στη διαδικασία παραγωγής και εμπορίας, το 47% της σπατάλης οφείλεται στον καταναλωτή, ο οποίος συχνά παρασύρεται σε αγορά υπερβολικών ποσοτήτων τροφίμων σε σχέση με την κατανάλωση, μέχρι την επιφανειακή ανάγνωση των ημερομηνιών λήξης. Αυτή η έλλειψη επίγνωσης μπορεί να αντιμετωπιστεί με περισσότερη εκπαίδευση σε θέματα διατροφής. Ωστόσο, η βαθύτερη αιτία για τη σπατάλη των τροφίμων είναι ότι δεν αντιμετωπίζουμε την τροφή ως πολύτιμο, φυσικό πόρο, άρα και περιορισμένο. Δηλαδή δεν αναγνωρίζεται η αξία της. Ούτε οι δημοσιογραφικές έρευνες που διαρκώς αυξάνονται, ούτε οι ενημερωτικές εκστρατείες για το τι υπάρχει πίσω από την παραγωγή τροφής, για παράδειγμα τα ανθρώπινα δικαιώματα των εργατών, δεν φαίνεται να ευαισθητοποιούν για μια μείωση της σπατάλης τροφίμων. Πέραν αυτού, φαίνεται ότι ορισμένες εξελίξεις της κοινωνίας ενθαρρύνουν τη σπατάλη. Για παράδειγμα, περνάμε ολοένα και λιγότερο χρόνο στο τραπέζι, επομένως δεν φροντίζουμε να χρησιμοποιήσουμε ό,τι δεν καταναλώθηκε.

Το φαινόμενο της σπατάλης της τροφής και της διατροφικής ανισότητας είναι, όπως το είχε περιγράψει ο άγιος πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, ένα «παράδοξο της αφθονίας» που αφορά σε μηχανισμούς επιδερμικής αντιμετώπισης, αμέλειας και εγωισμού που υποβόσκουν πίσω από την κουλτούρα της απόρριψης, και που αποτελεί ακόμη εμπόδιο στη λύση του προβλήματος της επαρκούς διατροφής όλης της ανθρωπότητας

Image by Tomasz Brzozowski from Pixabay

Όμως δεν είναι μόνο τεχνικό το θέμα. Οι αιτίες της σπατάλης των τροφίμων είναι βαθύτερες και έχουν τις ρίζες τους στη θεοποίηση της τεχνολογικής και οικονομικής ανάπτυξης χωρίς να υπολογίζονται οι κοινωνικές συνέπειες. Τα διατροφικά συστήματα ενσωματώνουν την θεμελιώδη αξία της εργασίας του ανθρώπου. Το σύστημα πρέπει να ευνοεί τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, την κοινωνική συμπερίληψη. Είναι ζήτημα δικαιοσύνης. Και για να μειωθεί η σπατάλη της τροφής, θα πρέπει να εκπαιδευτούμε σε θέματα διατροφής και υπευθυνότητας, ώστε να εξασφαλιστεί η διατροφική ασφάλεια για όλους. Η νηφαλιότητα στον τρόπο αντιμετώπισης της τροφής δεν είναι αντίθετη στην ανάπτυξη και μάλιστα φαίνεται ότι στις μέρες μας η μία είναι απαραίτητη προϋπόθεση της άλλης.

Η κατασπατάληση των τροφίμων έχει οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις για τον πλανήτη. Γνωρίζοντας την επίδραση της γεωργίας στην κλιματική αλλαγή, εκτιμάται ότι ένας τόνος χαμένων τροφίμων αντιστοιχεί στην άχρηστη εκπομπή 9,8 τόνων διοξειδίου του άνθρακα. Η σπατάλη των τροφίμων προκαλεί επίσης τη σπατάλη των εδαφών και του νερού. Και επιπλέον, η κατασπατάληση τροφής είναι ασύλληπτη μπροστά στην επισιτιστική ανασφάλεια που μαστίζει έναν στους δέκα ανθρώπους παγκοσμίως.

Η κουλτούρα της σπατάλης και της απόρριψης

Εξέχουσα θέση στην κριτική του Πάπα Φραγκίσκου για τη σύγχρονη κοινωνία κατέχει η «κουλτούρα της σπατάλης», την οποία ορίζει και περιγράφει ως μέρος αυτού που αποκαλεί «οικονομία του αποκλεισμού». Η κουλτούρα αυτή χαρακτηρίζεται από την πρακτική της απόρριψης αγαθών και σχέσεων ως έκφραση της χλιδής και ως συνέπεια της ασίγαστης δίψας για το καινούργιο. Διεισδύει σε διάφορες διαστάσεις της ανθρώπινης ζωής, όπως στη διατροφή, στην ένδυση, στην τεχνολογία και στις σχέσεις. Στην ουσία, η κουλτούρα της απόρριψης είναι μια νοοτροπία και κοσμοθεωρία που οδηγεί, και μάλιστα ενθαρρύνει, τους ανθρώπους να απορρίπτουν κοινά πράγματα, αξίες, ανθρώπους και δεσμούς μόλις φαίνεται ότι έχουν ξεπεράσει τη χρησιμότητά τους.

Λίγους μήνες μετά την έναρξη του ποντιφικού του αξιώματος, στις 5 Ιουνίου 2013, ο Πάπας Φραγκίσκος δήλωσε ότι η κουλτούρα της απόρριψης έχει αναισθητοποιήσει την ευαισθησία των ανθρώπων απέναντι στην αξία των τροφίμων: «Αυτή η κουλτούρα της απόρριψης μάς έχει επίσης κάνει αναίσθητους απέναντι στα απορρίμματα και στη σπατάλη τροφίμων, κατάσταση θλιβερή όταν σε κάθε μέρος του κόσμου, δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι και οικογένειες υποφέρουν από πείνα και υποσιτισμό. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας κάποτε ήταν πολύ προσεκτικοί στο να μην πετάξουν κανένα φαγητό που περίσσευε. Ο καταναλωτισμός μάς έχει οδηγήσει στο να συνηθίζουμε το περιττό και την καθημερινή σπατάλη τροφίμων, στα οποία μερικές φορές δεν είμαστε πλέον σε θέση να δώσουμε τη σωστή αξία, που υπερβαίνει κατά πολύ τις απλές οικονομικές παραμέτρους».

Τον Νοέμβριο του 2019, η Ποντιφική Ακαδημία Επιστημών κάλεσε ειδικούς από όλον τον κόσμο για να σκεφθούν λύσεις κατά της κατασπατάλησης των τροφίμων και των αγροδιατροφικών πόρων. Το tweet του Πάπα που συνόδευσε τις εργασίες του συνεδρίου έλεγε: «Πρέπει να βάλουμε τέλος στην κουλτούρα της απόρριψης, εμείς που παρακαλούμε τον Κύριο να μας δώσει τον άρτο τον επιούσιο». Η Αγία Έδρα με αυτό το συνέδριο θέλησε να υπογραμμίσει ότι η σπατάλη και η απώλεια τροφής είναι ηθικό ζήτημα, αλλά και επιβλαβές φαινόμενο για τον πλανήτη, εξαιτίας των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της σπατάλης νερού και εδαφών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αυτών των τροφίμων, συνέπειες που εισπράττουν κυρίως οι φτωχότεροι πληθυσμοί, των οποίων η εργασία διαλύεται και των οποίων τα μέσα συντήρησης διακυβεύονται.

Φωτογραφία από Sarah Chai: https://www.pexels.com/el-gr/photo/apple-7263016/

Υπάρχει, λοιπόν, και στον τομέα των τροφίμων μια κουλτούρα της απόρριψης, των αποβλήτων, η οποία τονίζεται από τον πάπα Φραγκίσκο πάντοτε, και ιδιαιτέρως στην εγκύκλιο Laudato Si. Συνίσταται στην ανεπαρκή επίγνωση της σπουδαιότητας των τροφίμων και στην ανεπαρκή επίγνωση για το πόσο τα τρόφιμα επηρεάζουν τη ζωή του άλλου που δεν μπορεί να τραφεί, αλλά επηρεάζουν και το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής.

Η κατασπατάληση τροφίμων είναι ένα θέμα ολοένα και σημαντικότερο εξαιτίας των οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών συνεπειών του. Ιδιαίτερα στις δυτικές χώρες, η σπατάλη τροφής συνδέεται με μια αυξανόμενη «κουλτούρα της απόρριψης» που αφορά ξεκάθαρα τα προϊόντα, αλλά όλο και περισσότερο ακόμα και τους ανθρώπους. Η μείωση της σπατάλης τροφής αποτελεί ηθικό ζήτημα, εκτός των άλλων, θέτοντας το θεμελιώδες «παράδοξο της σπανιότητας στην αφθονία». Η οικονομική κρίση όξυνε τις ανισότητες και τους κινδύνους του κοινωνικού αποκλεισμού τόσο ώστε θέτει το πρόβλημα της σπατάλης τροφής ως πιεστικά επείγον πρόβλημα, ηθικό και κοινωνικό. Σπατάλη τροφής και κοινωνικός αποκλεισμός είναι συνδεδεμένα και υποβαστάζονται από την «κουλτούρα της απόρριψης», ίδιον των σύγχρονων καταναλωτικών κοινωνιών. Χρειάζεται, λοιπόν μια μείωση της σπατάλης, αλλά και μια ίση κατανομή των πόρων για μια πλήρη κοινωνική συμπερίληψη, δύο θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν παράλληλα.

Με λίγα λόγια το τρέχον μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης δεν κάνει άλλο από το να τροφοδοτεί δομικά τη σπατάλη, ενώ η αποδυνάμωση των μέτρων ευημερίας αυξάνει το κοινωνικό χάσμα, στο εσωτερικό του οποίου οι αποκλεισμένοι, οι «ελαττωματικοί καταναλωτές», δεν παίζουν κανένα ρόλο, επομένως δεν έχουν καμία ελπίδα επανεισδοχής στην «κοινωνία των καταναλωτών», απόβλητοι ανάμεσα στα υπόλοιπα απόβλητα.

Καταναλωτισμός και ατομικισμός

Στις 16 Οκτωβρίου κάθε έτους γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Σίτισης, και σηματοδοτεί την ημερομηνία κατά την οποία η Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας, η γνωστή FAO, ιδρύθηκε για να καταπολεμήσει τις αιτίες της πείνας παγκοσμίως. Το 2019, κατά την επέτειο αυτή, ο πάπας Φραγκίσκος απηύθυνε ένα μήνυμα στον γενικό διευθυντή της FAO στα Ηνωμένα Έθνη, λέγοντας: «Η λύση των παγκοσμίων κρίσεων πείνας και υποσιτισμού απαιτεί να απομακρυνθούμε από μια διαστρεβλωμένη προσέγγιση της τροφής προς υγιέστερους τρόπους ζωής και προς δίκαιες οικονομικές πρακτικές. Πράγματι γινόμαστε μάρτυρες του τρόπου που η τροφή σταματά να είναι ένα μέσο συντήρησης και στρεφόμαστε προς μία οδό ατομικής καταστροφής». Υπογράμμισε ότι ο άνθρωπος πρέπει να εκτιμάται πάνω από το προσωπικό οικονομικό κέρδος. «Ο αγώνας κατά της πείνας και του υποσιτισμού δεν θα σταματήσει όσο η λογική της αγοράς κυριαρχεί και αναζητείται το κέρδος με κάθε κόστος, με αποτέλεσμα η τροφή να γίνεται μόνο ένα εμπορικό προϊόν που υπόκειται σε οικονομική κερδοσκοπία και με λίγη εκτίμηση για την πολιτισμική, κοινωνική και συμβολική σπουδαιότητά της. Όταν δίνεται προτεραιότητα στον άνθρωπο, οι επιχειρήσεις ανθρωπιστικής αρωγής και τα προγράμματα ανάπτυξης θα έχουν σίγουρα μεγαλύτερη απήχηση και θα φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα». Ακόμη προσθέτει ο Πάπας Φραγκίσκος: «Η Δημιουργία διακυβεύεται, αφού εμείς, που είμαστε το ανώτατο σημείο αναφοράς, διατηρούμε απλά την ιδιοκτησία δική μας και την καταναλώνουμε μόνο για τον εαυτό μας. Και η σπατάλη της δημιουργίας αρχίζει όταν δεν αναγνωρίζουμε πια κάποιο επίπεδο πάνω από εμάς, αλλά βλέπουμε μόνο τον εαυτό μας» (LS 6).

«Αν θέλουμε να πετύχουμε βαθιές αλλαγές , θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι τα μοντέλα σκέψης επηρεάζουν πραγματικά τις συμπεριφορές. Η εκπαίδευση θα είναι αναποτελεσματική και οι προσπάθειές της στείρες, αν δεν φροντίσει επίσης να διαδώσει ένα νέο μοντέλο που αφορά στον άνθρωπο, στη ζωή, στην κοινωνία και στη σχέση με τη φύση. Αλλιώς, θα συνεχίσει να εξελίσσεται το μοντέλο καταναλωτισμού, που μεταδίδεται από τα μέσα επικοινωνίας και μέσω των αποτελεσματικών μηχανισμών της αγοράς» (LS 215). Τονίζοντας την κοινωνική ευθύνη των καταναλωτών, ο πάπας Φραγκίσκος επισημαίνει ότι «η αγορά ενός προϊόντος, εκτός από οικονομική, είναι πάντοτε και ηθική πράξη».

Αλλού τόνισε: «Το φαγητό που πετιέται είναι φαγητό κλεμμένο από τους φτωχούς. Όταν μοιραζόμαστε την τροφή με τρόπο ισότιμο, με αλληλεγγύη, κανένας δεν στερείται τα απαραίτητα, κάθε κοινότητα μπορεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες των φτωχότερων. Η ανθρώπινη οικολογία και η περιβαλλοντική οικολογία βαδίζουν μαζί. Θα ήθελα να πάρουμε όλοι στα σοβαρά τη δέσμευση να σεβόμαστε και να προστατεύουμε τη Δημιουργία, να προσέχουμε κάθε άνθρωπο, να αντιτασσόμαστε στην κουλτούρα της σπατάλης και της απόρριψης, για να προωθήσουμε μια κουλτούρα της αλληλεγγύης και της συνάντησης. Ο καταναλωτισμός μάς οδήγησε στο να έχουμε συνηθίσει στο περιττό και στην καθημερινή σπατάλη της τροφής, στην οποία κάποιες φορές δεν είμαστε πλέον σε θέση να δώσουμε τη σωστή αξία, η οποία υπερβαίνει τις οικονομικές παραμέτρους».

Όπως γράφει ο μηχανικός και κοινωνικός οικονομολόγος Bernard Perret στο γαλλικό περιοδικό Projet, «Ενώ, όμως, τονίζονται οι οικολογικοί περιορισμοί, δεν μπορούμε να ξεχνάμε τις κοινωνικές συνέπειες του μοντέλου κατανάλωσης που ακολουθούμε. Η κοινωνική βιωσιμότητά του δεν εξασφαλίζεται περισσότερο από την περιβαλλοντική βιωσιμότητά του. Πέρα από την πραγματική συμβολή του στη βελτίωση των συνθηκών ζωής για τους περισσότερους – υλική άνεση, πρόσβαση σε μια μεγάλη ποικιλία αγαθών και υπηρεσιών κ.τ.λ. – η ανάπτυξη της εμπορικής κατανάλωσης αντικατοπτρίζει την εξέλιξη των νοοτροπιών και των κοινωνικών σχέσεων. Μεταφράζει την απαίτησή μας να έχουμε επιλογές και να είμαστε αυτόνομοι για ό,τι σχετίζεται με την υλική ζωή μας. Υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε τα οικονομικά μέσα, δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό για όσα επιλέγουμε να αγοράσουμε. Κάθε φορά που είναι δυνατό, προτιμάμε την ελευθερία του καταναλωτή στα ράφια ενός τυχαίου μεγάλου καταστήματος από ότι μια συναλλαγή με έναν επιβεβλημένο προμηθευτή. Μια από τις εξέχουσες φιλοδοξίες μας είναι να μην εξαρτώμαστε από κανέναν και κυρίως από τους πιο εγγύς μας, για την ικανοποίηση των αναγκών μας. Όμως, αυτή η λατρεία της ελευθερίας που γίνεται κατανοητή ως άρνηση εξάρτησης, είναι απειλή για την ποιότητα της ζωής μας ως κοινότητα. Γιατί η κοινωνία της κατανάλωσης ενδυναμώνει τον ατομικισμό και οδηγεί σε αδιέξοδο.

»Η πρόκληση της βιωσιμότητας του αναπτυξιακού μας μοντέλου, επομένως, είναι ταυτόχρονα οικολογική και κοινωνική. Αν αναγκαστούμε να επανεξετάσουμε την υλική υποδομή της κοινωνικής ζωής, θα πρέπει να μεταμορφωθούν οι ανθρωπολογικές πηγές της κατανάλωσης. Με λίγα λόγια θα πρέπει να ενσωματωθεί η πράξη της κατανάλωσης σε μια υπεύθυνη σχέση με τα οικοσυστήματα και τα κοινωνικά συστήματα που μάς επιτρέπουν να ζούμε. Το σύνθημα ‘λιγότερα αγαθά, περισσότεροι δεσμοί’ συνοψίζει αρκετά καλά την κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρουμε: να μάθουμε να οργανωνόμαστε και να συνεργαζόμαστε ώστε να χρησιμοποιούμε πιο αποτελεσματικά τα υλικά αγαθά στην υπηρεσία της συλλογικής ευημερίας»1.

Τι μπορούμε να κάνουμε;

Εδώ και πάνω από δύο αιώνες ζούμε κάτω από τη μέγγενη μιας βιομηχανικής φαντασίας που βλέπει την τεχνολογία ως μέσο για τη δημιουργία αντικειμένων που θα μας κάνουν κυρίαρχους, ανεξάρτητους από τους άλλους και από τη φύση. Κάτι που είναι πλέον επιτακτική ανάγκη να γίνει είναι, αντί να υποβάλλουμε με αμείλικτο τρόπο τη φύση στις επιθυμίες μας, να την κατανοήσουμε και να προσαρμοστούμε στη δική της λειτουργία. Εν ολίγοις, το νέο όραμα της τεχνολογίας είναι να θεωρούμε τα αντικείμενα ως στοιχεία ενός συστήματος που συνενώνει περιβάλλον και κοινωνία, και που προϋποθέτει, φυσικά, αλλαγές στους τρόπους που καταναλώνουμε. Εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού, των αλλαγών στον τρόπο ζωής και στην αύξηση της προσωπικής κατανάλωσης, χρησιμοποιούμε διαρκώς μεγαλύτερες ποσότητες φυσικών πόρων. Για να τιθασεύσουμε τη μη βιώσιμη κατανάλωσή μας, πρέπει να δούμε ολόκληρο το σύστημα των πόρων, συμπεριλαμβανομένων και των μεθόδων παραγωγής, των μοντέλων ζήτησης και των αλυσίδων τροφοδοσίας. Οι απώλειες και η σπατάλη των τροφίμων αφορούν όλους τους κρίκους της αλυσίδας παραγωγής και κατανάλωσης. Ως καταναλωτές, βρισκόμαστε στο τέλος της αλυσίδας, άρα εκεί μπορούμε να κάνουμε κάτι για την αποφυγή της σπατάλης τροφής.

Photo by Nik on Unsplash

Το να απαντήσουμε στις ανάγκες σπαταλώντας λιγότερους πόρους και μολύνοντας λιγότερο το περιβάλλον προϋποθέτει το να αντιλαμβανόμαστε το πρόβλημα και να παράγουμε με διαφορετικό τρόπο τα αγαθά: Ο υλικός μετασχηματισμός των πρακτικών κατανάλωσης και ο επαναπροσανατολισμός της παραγωγής θα πρέπει να πηγαίνουν χέρι-χέρι. Η κυκλική οικονομία απεικονίζει τέλεια αυτή την ιδέα. Ομαδοποιεί ένα σύνολο οικονομικών δραστηριοτήτων – π.χ. ανακύκλωση -, τομείς τεχνικής καινοτομίας – π.χ. την επιμήκυνση της ημερομηνίας λήξης των αγαθών – και αναδυόμενες κοινωνικές πρακτικές – π.χ. την υπεύθυνη κατανάλωση ή την επαναχρησιμοποίηση αντικειμένων -, των οποίων κοινό χαρακτηριστικό είναι να επιδιώκουν περισσότερη ευημερία δαπανώντας λιγότερους φυσικούς πόρους και ελαχιστοποιώντας τις περιβαλλοντικές ζημιές2 .

Πέραν αυτού, υπάρχει μια επείγουσα ανάγκη για αλλαγή του τρόπου ζωής και για υιοθέτηση μιας παγκόσμιας προσέγγισης που να διακόπτει από το τεχνοκρατικό παράδειγμα μόνο: Δεν μπορούμε να αγωνιστούμε κατά της διατροφικής σπατάλης εκτός αν βάλουμε τον άνθρωπο στο κέντρο των ανησυχιών. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να απαντήσει στην ηθική επιταγή της εξασφάλισης πρόσβασης στην τροφή, θεωρώντας την «δικαίωμα για όλους». Όπως έχει πει και ο πάπας Φραγκίσκος, «όποτε ο άνθρωπος μπαίνει στο κέντρο των πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων, η ειρήνη και η σταθερότητα εδραιώνονται ανάμεσα στα έθνη και η αμοιβαία κατανόηση, το θεμέλιο της αυθεντικής ανθρώπινης προόδου, αυξάνεται παντού».

Στο παγκόσμιο όραμά του, ιδιαίτερα στην εγκύκλιο Laudato Si’, ο πάπας Φραγκίσκος άσκησε κριτική στη χειραγώγηση ορισμένων οικολογικών ρευμάτων που θα ήθελαν να λύσουν το πρόβλημα της προστασίας της Δημιουργίας μειώνοντας τις γεννήσεις. Συνειδητοποιούμε, κοιτάζοντας την διατροφική κατάσταση των βιομηχανοποιημένων χωρών, τον λανθασμένο καθορισμό του προβλήματος. Στον δυτικό κόσμο οι πολλοί που υποφέρουν από τη μάστιγα της «απόλυτης φτώχειας», υπόκεινται σε αυτήν όχι εξαιτίας της έλλειψης πόρων, αλλά εξαιτίας της σπατάλης και της εγωιστικής και κακής κατανομής των αγαθών. Όμως η τροφή που κατασπαταλάται είναι κλοπή του γεύματος των φτωχών, κατά τα λόγια του πάπα Φραγκίσκου. Κατά συνέπεια, αυτό το απαράδεκτο πρόβλημα μάς ωθεί όλους πρωτίστως να συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξη του φαινομένου, και επομένως, να αναζητήσουμε, στην προοπτική της αλληλεγγύης και της ίσης κατανομής των αγαθών, μια διατροφική εκπαίδευση κατά της σπατάλης. Είναι ζωτικής σημασίας η διάδοση μιας κουλτούρας που να κάνει τους αποδέκτες της να αντιλαμβάνονται την τροφή ως «πολύτιμο πόρο» και τη σπατάλη της αναξιοπρεπή και ανήθικη.

«Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος επέστησε την προσοχή στις ηθικές και πνευματικές ρίζες των περιβαλλοντικών προβλημάτων, που μάς καλούν να αναζητήσουμε λύσεις όχι μόνο στην τεχνολογία, αλλά και σε μια αλλαγή της ανθρωπότητας… Μας πρότεινε να περάσουμε από την κατανάλωση στη θυσία, από την απληστία στη γενναιοδωρία, από τη σπατάλη στην ικανότητα να μοιραζόμαστε, σε μια ασκητική που ‘σημαίνει να μάθουμε να δίνουμε, και όχι απλά να απαρνούμαστε. Είναι ένας τρόπος να αγαπάμε, να περνάμε βαθμηδόν από εκείνο που εγώ θέλω σ’ αυτό που έχει ανάγκη ο κόσμος του Θεού’». (LS 9).

Ο πάπας Φραγκίσκος μάς λέει, επίσης, στην εγκύκλιό του “Laudato Si” : «Η επίγνωση της σοβαρότητας της πολιτισμικής και οικολογικής κρίσης οφείλει να μεταφραστεί σε νέες συνήθειες» (LS 209). Μπορούμε, λοιπόν, να μειώσουμε την κατανάλωση κρέατος. Η μεταστροφή μας στον τομέα αυτόν προϋποθέτει να αναλογιζόμαστε το πεπερασμένο μας, ξαναβρίσκοντας το νόημα των μικρών στερήσεων και αφήνοντας έτσι χώρο στους άλλους. «Η ευτυχία απαιτεί να ξέρουμε να περιορίζουμε μερικές αναγκαιότητες που μάς θαμπώνουν, μένοντας έτσι διαθέσιμοι για τις πολλαπλές δυνατότητες που η ζωή μάς προσφέρει» (LS 223).

Στο μήνυμά του για την Παγκόσμια Ημέρα Σίτισης 2021, ο πάπας Φραγκίσκος ανέφερε: «Θα ήθελα να υποδείξω τέσσερις περιοχές όπου χρειάζεται επείγουσα δράση: στα χωράφια, στη θάλασσα, στο τραπέζι και στη μείωση των απωλειών και της σπατάλης της τροφής. Ο τρόπος ζωής μας και οι πρακτικές της καθημερινής κατανάλωσης επηρεάζουν τις παγκόσμιες και περιβαλλοντικές δυναμικές, αλλά αν θέλουμε να κάνουμε πραγματικά τη διαφορά, πρέπει να ενθαρρύνουμε τους παραγωγούς και τους καταναλωτές να κάνουν ηθικές και βιώσιμες επιλογές και να ευαισθητοποιήσουν τις νέες γενιές για τον σημαντικό ρόλο που παίζουν στο να κάνουν πραγματικότητα έναν κόσμο χωρίς πείνα. Ο αγώνας κατά της πείνας απαιτεί να ξεπεράσουμε την ψυχρή λογική της αγοράς, που είναι επικεντρωμένη άπληστα μόνο στο οικονομικό κέρδος και στην αναγωγή της τροφής σε εμπόρευμα, όπως πολλά άλλα, και να ενδυναμώσουμε τη λογική της αλληλεγγύης».

»Ο αγώνας κατά της φοβερής μάστιγας της πείνας είναι επίσης αγώνας κατά της σπατάλης της τροφής. Η σπατάλη των τροφίμων αποκαλύπτει μια αδιαφορία προς τα πράγματα και προς όσους δεν έχουν. Η σπατάλη είναι η πιο ακατέργαστη μορφή απόρριψης». Η οικονομία έχει μια βαθιά ανάγκη να λειτουργήσει προς όφελος όλων και ιδιαίτερα των μη προνομιούχων. Στο επίπεδο των καταναλωτών, προνομιακή επιλογή υπέρ των φτωχών σημαίνει να σκεφτόμαστε πρώτα πώς οι επιλογές μας θα επηρεάσουν τους πιο ευάλωτους ανθρώπους αυτού του κόσμου. Αυτό περιλαμβάνει τις μικρές και καθημερινές αποφάσεις της ζωής μας. Σε καθεμιά από τις μικρές αποφάσεις μας γύρω από την τροφή μας – προτιμάμε ένα φρεσκομαγειρεμένο φαγητό από το να φάμε το χθεσινό; Καταναλώνουμε λαχανικά που σύντομα θα χαλάσουν ή τα πετάμε τελικά; – καλούμαστε να σκεπτόμαστε τους φτωχούς και ευάλωτους ανθρώπους και να θυμόμαστε ότι οι αποφάσεις μας έχουν συνέπειες. Μπορεί το να είμαστε προσεκτικοί να μην επιλύσει το πρόβλημα της πείνας παγκοσμίως, αλλά μπορεί να μειώσει τον προϋπολογισμό μας για ψώνια ώστε να μπορούμε να προσφέρουμε περισσότερα στους φτωχούς που πρέπει να είναι η προτεραιότητά μας.

Η κουλτούρα της σπατάλης, τέλος, μπορεί να διορθωθεί αποτελεσματικότερα με την προώθηση αφηγήσεων που παρέχουν παραδοχές αντίθετες με τη φιλοσοφία της σπατάλης. Η νοοτροπία που περιγράφεται στις αφηγήσεις του Ευαγγελίου, στις οποίες ο Ιησούς εξασφαλίζει τροφή για το πλήθος, αποτελεί ένα διορθωτικό παράδειγμα.

Η σίτιση των μαζών στο Ευαγγέλιο

Σύμφωνα με το λεξικό, διατήρηση είναι, εκτός από την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ή την επίσημη προστασία κτιρίων ιστορικής ή καλλιτεχνικής σημασίας, η πράξη της αποτροπής της απώλειας, της σπατάλης, της ζημιάς ή της καταστροφής κάποιου αντικειμένου. Επικεντρωνόμαστε όμως στον τρίτο ορισμό, διότι παρουσιάζει τη διατήρηση ως το αντίθετο της κουλτούρας της απόρριψης.

Στα Ευαγγέλια υπάρχουν πέντε αναφορές για το επεισόδιο κατά το οποίο ο Ιησούς τρέφει το πλήθος: Μκ 6:30-44, Μτ 14:13-21, Μτ 15:32-39, Λκ 9:10-17 και Ιω 6:1-14. Περιοριζόμαστε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι οι ιστορίες αυτές έχουν συμβολικό χαρακτήρα – περιέχουν αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη – και έχουν πνευματική σημασία.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι αφηγήσεις, εκτός του Ματθαίου 15, αναφέρονται στην πράξη της αγοράς (Mκ 6:36-37, Mτ 14:15, Λκ 9:13, Ιω 6:5). Στα συνοπτικά Ευαγγέλια, η πρόταση για αγορά τροφίμων προέρχεται από τους μαθητές, ενώ στον Ιωάννη είναι ο ίδιος ο Ιησούς που προτείνει την ιδέα στους μαθητές, για να τους δοκιμάσει. Κατ’ αρχάς, η αγορά παραπέμπει στη λογική της οικονομίας της αγοράς, σε εκείνο το πεδίο της ανταλλαγής αξιών που λαμβάνει χώρα στην αγορά. Δεύτερον, δημιουργεί μια διάκριση μεταξύ «αυτών που έχουν» και «αυτών που δεν έχουν». Το τι αγοράζει κανείς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα υπάρχοντά του και όχι από τις προσωπικές του ανάγκες. Μπορεί κανείς να αγοράζει εφόσον έχει τα μέσα και, από την άλλη πλευρά, όσοι είναι φτωχοί πρέπει να απέχουν από αυτό, επειδή δεν έχουν τα χρήματα για να το κάνουν. Τρίτον, η ιδέα της αγοράς εγκαθιδρύει μια σχέση δικαιώματος σε ό,τι αγοράζεται: κάποιος έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει με ό,τι αγοράζει – μπορεί να αποφασίσει να πετάξει ό,τι έχει αγοράσει χωρίς να υποστεί καμία νομική κύρωση.

Στο καθεστώς της αγοράς και της πώλησης δεν υπάρχει χώρος για ευγνωμοσύνη. Στα συνοπτικά Ευαγγέλια, οι μαθητές ζητούν από τον Ιησού να ενεργοποιήσει τη λογική της οικονομίας της αγοράς, με όλα τα παρελκόμενά της: Τον παροτρύνουν να στείλει το πλήθος στα κοντινά χωριά για να αγοράσουν τρόφιμα. Ο Ιησούς, αντίθετα, εισάγει μια διαφορετική λογική, τη «λογική της δωρεάς», λέγοντας στους μαθητές: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Σύμφωνα με τη λατινική έκφραση, nemo dat quod non habet – κανείς δεν δίνει αυτό που δεν έχει. Για να δώσει κάποιος, πρέπει να υπάρχει κάτι για να δώσει. Μέχρι ο Ιησούς να τους απευθύνει αυτή την πρόσκληση, οι μαθητές υπέθεσαν ότι δεν είχαν τίποτα να δώσουν στο πλήθος. Αλλά τότε αποδεικνύεται ότι, αντίθετα, υπάρχει κάτι για να μοιραστούν: πέντε ψωμιά και δύο ψάρια. Έτσι, η λογική της οικονομίας της αγοράς μπορεί να αντικατασταθεί από τη λογική της δωρεάς. Το δώρο δημιουργεί διαπροσωπικούς δεσμούς. Εκείνοι που λαμβάνουν, βιώνουν ένα αυθόρμητο αίσθημα ευγνωμοσύνης, ενώ εκείνοι που δίνουν, καλλιεργούν έναν στενό δεσμό με εκείνους που λαμβάνουν.

Το τρίτο σημαντικό στοιχείο της αφήγησης του Ιησού για τη σίτιση του πλήθους είναι η συλλογή των περισσευμάτων. Παρόλο που όλες οι ευαγγελικές διηγήσεις αναφέρονται σε αυτή τη λεπτομέρεια, μόνο ο Ιωάννης διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο πρέπει να συλλέγονται τα περισσεύματα: «για να μην πάει τίποτα χαμένο» (Ιω 6:12). Αυτό το αφηγηματικό στοιχείο βρίσκεται στην καρδιά του παραδείγματος κατά της σπατάλης και της κουλτούρας της απόρριψης. «Έφαγαν όλοι τους και χόρτασαν, και τα περισσεύματα που μάζεψαν ήταν δώδεκα κοφίνια» (Λκ 9, 17). Ο Ιησούς ζητάει από τους μαθητές του να μην χαθεί τίποτα, να μην πεταχτεί τίποτα. Και υπάρχει και το γεγονός των δώδεκα κοφινιών. Γιατί δώδεκα; Τι σημαίνει αυτό; Δώδεκα είναι ο αριθμός των φυλών του Ισραήλ και αντιπροσωπεύει συμβολικά όλο τον λαό. Κι αυτό μάς λέει ότι όταν μοιραζόμαστε με ίσο τρόπο την τροφή, με αλληλεγγύη, κανείς δεν στερείται τα απαραίτητα, κάθε κοινότητα μπορεί να απαντήσει στις ανάγκες των πιο φτωχών. Ανθρώπινη οικολογία και περιβαλλοντική οικολογία βαδίζουν μαζί.

Κλείνοντας, με τα μέσα που διαθέτει ο καθένας, ας εργαστούμε μαζί με τους άλλους ανθρώπους στη δημιουργία εναλλακτικών τρόπων ζωής που βασίζονται στον σεβασμό της Δημιουργίας και σε μια βιώσιμη ανάπτυξη που πιθανόν θα παράγει αγαθά, τα οποία, χάρη σε μια δίκαιη διανομή, θα επιτρέψουν σε όλους να ζήσουν μια ζωή αξιοπρεπή επάνω στον πλανήτη Γη. Η προστασία, σε βάθος χρόνου, των συνθηκών ζωής του πλανήτη είναι μια βαριά ευθύνη με πνευματικές και ηθικές επιπτώσεις. Χρειάζονται τολμηρές αποφάσεις για να αποφευχθούν καινούργιες ζημιές και να προαχθεί η αλλαγή του τρόπου ζωής την οποία χρειαζόμαστε ώστε όλοι να επωφελούνται από τα αγαθά της δημιουργίας. Οι χριστιανοί έχουν ανάγκη από μια οικολογική μεταστροφή: το να ζούμε την κλήση μας ως προστάτες του έργου του Θεού είναι ένα ουσιώδες μέρος μιας ενάρετης ζωής. Χρειάζεται, λοιπόν, να βγούμε από τον περιορισμένο κύκλο του εαυτού μας και να φροντίζουμε να προωθούμε εκείνο που συμβάλλει στο καλό του διπλανού μας. Αν δεν μπορέσουμε να βγούμε από τον ατομικισμό μας και από την παράλυσή μας, δεν θα μπορέσουμε να υιοθετήσουμε έναν τρόπο ζωής συμφιλιωμένο με τη Δημιουργία. Η μεταστροφή μας ξεκινάει από μια αλλαγή των συνηθειών ζωής, οι οποίες στηρίζονται στην κατανάλωση μιας παράλογης παραγωγής αγαθών.

Υπάρχει λαϊκισμός στην Εκκλησία;

Υποσημειώσεις

  • 1. Perret, Bernard. « Sortir du consumérisme est devenu vital », Revue Projet, τόμ. 367, αρ. 6, 2018, σελ. 14-19
  • 2. Perret, Bernard. « Sortir du consumérisme est devenu vital », Revue Projet, τόμ. 367, αρ. 6, 2018, σελ. 14-19