Διαδικτυακή έκδοση της κοινότητας των Ιησουιτών στην Ελλάδα / ISSN 2945-1736

ΚΟΙΝΩΝΙΑΥπάρχει νόημα στον πόνο;

Υπάρχει νόημα στον πόνο;

Υπάρχει νόημα στον πόνο;

Μέγεθος Κειμένου-+=

Ασθένειες, αναπηρία, διαζύγιο, θάνατος, πένθος, οικονομικές δυσκολίες, φυσικές καταστροφές, ψυχικά νοσήματα… Ο πόνος δεν είναι μόνο σωματικός. Είναι μια εμπειρία πανανθρώπινη και συγκλονιστική, που εμπεριέχει και άλλα στοιχεία – ψυχικά, κοινωνικά και πνευματικά επίσης. Το ζήτημα του πόνου συνοδεύει κάθε άνθρωπο σε κάθε σημείο της γης. Κατά κάποιον τρόπο συνυπάρχει με τον άνθρωπο στον κόσμο και επομένως απαιτεί διαρκή αναθεώρηση. Αυτό που εκφράζουμε με τη λέξη «πόνος» φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως ουσιώδες στη φύση του ανθρώπου, ενώ υπό οποιαδήποτε μορφή του, είναι σχεδόν αδιαχώριστος από την επίγεια ύπαρξη του ανθρώπου. Το πεδίο του ανθρώπινου πόνου είναι πολύ ευρύ, πολυδιάστατο και ποικίλλει. Ο άνθρωπος υποφέρει με διαφορετικούς τρόπους που δεν αντιμετωπίζονται πάντοτε ούτε κι από την πιο προηγμένη ιατρική. Είναι κάτι πολύ ευρύτερο από την αρρώστια, πιο σύνθετο και ταυτόχρονα βαθύτερα ριζωμένο στην ανθρώπινη φύση.

Υπάρχουν στιγμές της ζωής μας που όλοι περνάμε δυσκολίες, δοκιμασίες, που αμφιβάλλουμε για τα πάντα. Τα προβλήματα δεν είναι μόνο για όσους δεν πιστεύουν στον Θεό. Είναι αναπόφευκτα για όλους και συνυφασμένα με την ανθρώπινη μοίρα. Και καλούμαστε όλοι να αγωνιστούμε. Η πάλη μας μπορεί να προέρχεται από εξωτερικούς παράγοντες – την οικογένεια, τους φίλους, την εργασία κ.τ.λ. – αλλά μπορεί να προέρχεται εξίσου και από εμάς τους ίδιους.

Όταν μια δυσάρεστη κατάσταση συμβαίνει στη ζωή μας, η πρώτη αντίδρασή μας είναι να αναρωτιόμαστε συχνά: Γιατί σ’ εμένα; Τι έκανα στον Θεό για να αξίζω κάτι τέτοιο; Πώς ένας πανάγαθος Θεός επιτρέπει κάτι τέτοιο; Μπροστά στο δράμα του πόνου, είναι εύκολο να πέσουμε στην παγίδα της ανυπαρξίας νοήματος, να νιώσουμε ένοχοι, να ζούμε από τον θυμό και από την επανάσταση. Τι πρέπει να κάνουμε; Προς ποιον να στραφούμε; Πώς μπορούμε να διατηρήσουμε την πίστη μας σε έναν Θεό αγάπης μπροστά στον πόνο; Γνωρίζουμε ότι ο Θεός θέλει να έχουμε αυτό που είναι καλό για μας, αυτό που μας κάνει ευτυχισμένους. Αυτό ακριβώς, όμως, κάνει τον πόνο της γήινης ζωής μας τόσο παράξενο και αινιγματικό, ακόμη και αντικρουόμενο. Αν ο Θεός είναι παντοδύναμος και πραγματικά θέλει το καλό μας, τότε γιατί επιτρέπει όλον τον πόνο που βιώνουμε σε αυτή τη ζωή;

Μέσα σε κάθε μορφή πόνου που ο άνθρωπος υπομένει, αναπόδραστα, λοιπόν, αναδύεται το ερώτημα: γιατί; Είναι ένα ερώτημα που αφορά στην αιτία, στον λόγο, αλλά και στον σκοπό του πόνου• εν ολίγοις, είναι ένα ερώτημα σχετικά με το νόημα του πόνου. Ο άνθρωπος υποφέρει ακόμη βαθύτερα όταν δεν βρίσκει μια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημά του. Και πράγματι αποτελεί μια δύσκολη ερώτηση. Γιατί υπάρχει ο πόνος και γιατί υπάρχει το κακό;

Η απόρριψη του πόνου

Το να προσδώσουμε ένα πιθανό νόημα στην εμπειρία του πόνου, έχει γίνει εντελώς απαράδεκτο στις κοινωνίες μας που σημαδεύονται από μια άρνηση πιθανού νοήματος αυτής της διάστασης της ζωής – ιδιαίτερα δε όταν αφορά στο τέλος της ζωής. Είναι σαν ο πόνος να θεωρείται ασύμβατος με μια συγκεκριμένη ιδέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Απορρέει από την αθεΐα ότι ο πόνος, η τραγωδία και η απώλεια τελικά δεν έχουν κανένα νόημα και είναι άχρηστα, συνεπώς πρέπει να αποφεύγονται πάση θυσία. Εν μέσω του πόνου, υπάρχει και η πρόσθετη απελπισία του να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει υψηλότερο νόημα ή φιλοσοφία γι’ αυτόν τον πόνο. Και αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που στην αθεϊστική φιλοσοφία, αν βρεθούμε εμείς ή άλλοι να υποφέρουμε – παρόλο που ο αβάσταχτος πόνος του να χάνει κανείς την υγεία του είναι απόλυτα σεβαστός και κατανοητός και ισχύει για όλους ανεξαιρέτως – χωρίς τη δυνατότητα να φτάνουμε σε κάποια ποιότητα ζωής που να αντισταθμίζει αυτόν τον πόνο, είναι καλύτερα να τερματίσουμε εκείνη τη ζωή. Για τον λόγο αυτόν και ο αθεϊσμός τείνει να οδηγεί προς την ευθανασία, την επιλεκτική θανάτωση ηλικιωμένων, αρρώστων σε τελικό στάδιο και άλλους που κρίνονται ανίκανοι να φτάσουν σε μια ποιότητα ζωής που να αντισταθμίζει τον πόνο τους. Για τους υλιστές άθεους, υπάρχει ύλη, ενέργεια και οι θεμελιώδεις νόμοι της φυσικής. Μέρος του πόνου είναι το αποτέλεσμα των πράξεων άλλων ανθρώπων, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του είναι απλώς άσκοπο, αχρείαστο και εκτός ανθρώπινου ελέγχου. Και με τις νομοθεσίες τους, ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη εκφράζουν την επιθυμία να απομακρυνθεί κάθε πόνος, χαρακτηριστικά, στο τέλος της ζωής. Φυσικά, πρέπει να χρησιμοποιούμε κάθε μέσο για την ανακούφιση του πόνου που από μόνος του δεν έχει νόημα.

pexels – Andre Moura

Πίσω από την απόρριψη κάθε πόνου, υπάρχει πρώτα από όλα μια σύγχρονη αντίληψη μιας αυτονομίας που μπορεί να ασκείται στο πλαίσιο της κατάφασης του νοήματος ή του μη νοήματος της ύπαρξης, που συνδέεται με τον φόβο του πόνου. Για κάποιους, αυτός ο φόβος οδηγεί στο να μη θέλουν να προεκτείνουν τη ζωή άσκοπα. Μετά την κατάκτηση της βελτίωσης της ποιότητας ζωής, τώρα διεκδικείται μια βελτίωση της ποιότητας του θανάτου. Και από αυτό δεν εξαιρείται ο ψυχικός πόνος, που θέτει ολοένα και περισσότερα προβλήματα κατά τον ίδιο τρόπο.

Το νόημα του πόνου

Μπροστά στα αδιέξοδα που δημιουργούνται, θα πρέπει να οδηγηθούμε να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχει πια καμία σωτηρία για τον πόνο, σαν να μην έχει κανένα νόημα – ανθρώπινο, κοινωνικό, πνευματικό; Είναι μια αμήχανη πρόταση. Πώς, λοιπόν, η χριστιανική εμπειρία μάς βοηθάει να αντιμετωπίσουμε τον πόνο και τον θάνατο; Και πώς μπορούν οι χριστιανικοί θεσμοί να προτείνουν μια ηθική στάση σε σχέση με αυτές τις προκλήσεις;

«Υπάρχουν δύο πτυχές στις οποίες μπορούμε να σταθούμε», αναφέρεται στο περιοδικό Lumen Vitae. «Η πρώτη είναι να ανακαλύψουμε εκ νέου τη θετική αξία της αγωνίας ως πάλης. Να αναγνωρίσουμε αυτή τη διάσταση πάλης προτού να εγκαταλείψουμε οριστικά τον εαυτό μας και τους αγαπημένους μας ως μια φυσιολογική διάσταση του τέλους της ζωής. Η δεύτερη πτυχή είναι η έννοια της κρίσης ως ευκαιρίας για διάκριση. Υπό το φως αυτών των στοιχείων, θα λέγαμε ότι ανοίγονται τουλάχιστον τρεις δρόμοι για μια δυνατότητα σωτηρίας για τον πόνο. Πρώτον, το βίωμα του πόνου μπορεί να επιτρέψει σε ορισμένους ανθρώπους να σχετιστούν με τον θάνατο και με την ανάσταση του Χριστού, κάνοντας αυτό το πασχάλιο συμβάν ευκαιρία πνευματικής σύνδεσης μιας βιωμένης εμπειρίας. Δεύτερον, η έννοια της κρίσης, ως κάθοδος στο βαθύτερο επίπεδο του εαυτού μας, μπορεί επίσης να αποδειχθεί σωτήρια στην ανθρωπολογική και θεολογική διάστασή της: ανθρωπολογική ως ευκαιρία να κατανοήσω ποιο είναι αυτό το υποκείμενο που είμαι και ζω, θεολογικά ως δυνατότητα να αναδυθεί το ίδιο το ερώτημα του Θεού στην καρδιά της ανθρώπινης δοκιμασίας. Τέλος, μια διάσταση σωτηρίας θα μπορούσε να αναδειχθεί μέσα από το κάλεσμα σε μια αμοιβαία αναγνώριση μέσω της σχέσης και της βοήθειας, δηλαδή μέσω των απαραίτητων διανθρώπινων δεσμών, όπου ο πλησίον δίνει το παρών, γίνεται διαθέσιμος στην κρίση και στην πάλη».

Αλλά γιατί πρέπει να παλεύουμε; Γιατί ο Θεός μάς αφήνει να υποφέρουμε, εμάς που είμαστε τα παιδιά του; Αν μάς αγαπούσε, θα έπρεπε να μάς σώσει από τον πόνο. Η αγάπη δεν σημαίνει ότι θέλει για εμάς μια ζωή εύκολη και άνετη; Όπως διαπιστώνουμε, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Στην προς Ρωμαίους επιστολή (8, 28) διαβάζουμε ότι ο Θεός αγαπάει τα παιδιά του και φροντίζει ώστε «όλα να συντελούν στο καλό [μας]». Αυτό σημαίνει ότι οι δοκιμασίες και οι θλίψεις που επιτρέπει στη ζωή μας αποτελούν μέρος του σχεδίου του ώστε όλα τα πράγματα να συντελέσουν για το καλό μας. Πρέπει, επομένως, να έχουν ένα νόημα στη ζωή του ανθρώπου που πιστεύει. Ο Θεός δεν είναι η πηγή των βασάνων, αλλά τα επιτρέπει διότι μέσω της πάλης μας, μαθαίνουμε να αγωνιζόμαστε και να κατακτάμε την υπομονή, να στρεφόμαστε αμέσως προς τον Θεό και να ερχόμαστε κοντά του. Ο Θεός επίσης μπορεί να μάς «δοκιμάζει» για να διαπιστώσει το επίπεδο της πίστης μας, και αν πραγματικά τον εμπιστευόμαστε.

Φυσικά, δεν αληθεύει ότι ο πόνος είναι συνέπεια κάποιου σφάλματος ούτε ότι έχει τη φύση της τιμωρίας. Ο χριστιανός πιστεύει ότι κανένας πόνος δεν στερείται νοήματος. Κι αυτό, επειδή πιστεύει σε έναν Θεό που με πρόνοια ενορχηστρώνει τα πάντα, με τρόπο που υποστηρίζει την ελευθερία του. Γι’ αυτό τον λόγο πιστεύει ότι όταν ο Θεός επιτρέπει τον πόνο, το κάνει για να τον προστατεύσει από κάποιο μεγαλύτερο κακό, ή για να τον ανυψώσει σε ένα πολύ μεγαλύτερο καλό. Η πίστη δίνει τη βεβαιότητα ότι ο Θεός δεν θα επέτρεπε ένα κακό αν δεν προκαλούσε ένα καλό να προέλθει από εκείνο το κακό, με τρόπους που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πλήρως. Ο Θεός πάντοτε έχει έναν καλό σκοπό όταν επιτρέπει τον πόνο, ακόμη κι όταν αυτός ο σκοπός παραμένει ανεξιχνίαστος. Και πάντοτε έχουμε μια επιλογή μέσα στον πόνο μας: είτε να εμπιστευθούμε τον Θεό ως Πατέρα που μας αγαπάει και να δεχθούμε αυτό που μάς δίνει, είτε να επαναστατήσουμε κατά του Θεού με δυσπιστία και θυμό.

Πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου την ιστορία του Ιώβ. Το βιβλίο του Ιώβ θέτει με ιδιαίτερα οξύ τρόπο το ζήτημα του «γιατί» του πόνου. Δείχνει επίσης ότι ο πόνος χτυπά τον αθώο, και ότι πρέπει να γίνει αποδεκτός ως μυστήριο. Αλλά δεν δίνει τη λύση στο πρόβλημα. Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη παρατηρούμε έναν προσανατολισμό που πηγαίνει πέρα από την ιδέα ότι ο πόνος έχει νόημα μόνο ως τιμωρία για την αμαρτία, αλλά υπογραμμίζει ταυτόχρονα την εκπαιδευτική αξία του πόνου ως τιμωρίας. Η τιμωρία έχει νόημα πρωτίστως επειδή δημιουργεί τη δυνατότητα να αναγεννηθεί το καλό σε εκείνον που υποφέρει, κι αυτή είναι μια σημαντική πτυχή του πόνου: ο πόνος πρέπει να υπηρετεί για τη μεταστροφή, δηλαδή για την αναγέννηση του καλού στον άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να αναγνωρίσει τη θεία ευσπλαχνία σε αυτό το κάλεσμα για μετάνοια.

Ποια είναι η θέση της Καθολικής Εκκλησίας επάνω στο ζήτημα του πόνου;

Η Αποστολική Επιστολή Salvifici Doloris (Λυτρωτικός Πόνος) του Αγίου πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ που δημοσιοποιήθηκε το 1984 ως συνέχεια του Ιωβηλαίου Έτους Λύτρωσης του 1983, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ βασίστηκε στη δική του εμπειρία πένθους, ασθένειας και πόνου, καθώς και της ανάρρωσής του από την απόπειρα δολοφονίας του το 1981. Εκεί, λοιπόν, αναφέρεται ότι «προκειμένου να συλλάβουμε την πραγματική απάντηση στο ‘γιατί’ του πόνου, πρέπει να κοιτάξουμε στην αποκάλυψη της θείας αγάπης, την απόλυτη πηγή νοήματος για όλα όσα υπάρχουν. Η αγάπη είναι επίσης η πλουσιότερη πηγή του νοήματος του πόνου, που πάντοτε παραμένει ένα μυστήριο: έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειας των εξηγήσεών μας. Ο Χριστός μάς καλεί να εισέλθουμε στο μυστήριο αυτό και να ανακαλύψουμε το ‘γιατί’ του πόνου».

Η Αποστολική Επιστολή Salvifici Doloris του Αγίου πάπα Ιωάννη-Παύλου Β΄

Πρώτα από όλα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Χριστός δεν κρύβει από όσους τον ακολουθούν ένα πιθανό νόημα για τον πόνο: «Αν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας σηκώνει στον σταυρό του κάθε μέρα». Η Αποστολική Επιστολή προσκαλεί, στη συνέχεια, σε μια πιθανή σχέση ανάμεσα στο πρόσωπο του Χριστού, στο Πάθος του, όχι ως μια αναγκαιότητα αυτή καθαυτή, αλλά ως έναν τρόπο για έναν πιστό να θέσει την προσωπική εμπειρία του του πόνου σε σχέση με εκείνη του Χριστού: όλοι όσοι υποφέρουν μαζί με τον Χριστό, ενώνουν τον δικό τους ανθρώπινο πόνο με τον λυτρωτικό πόνο του Χριστού.

Υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη εντύπωση ότι, για τους καθολικούς, όσο εντονότερος είναι ο πόνος, όσο πιο βασανιστικά εκείνα που υποφέρουν, τόσο μεγαλύτερος ο εξαγνισμός τους. Ο χριστιανισμός έχει κατηγορηθεί συχνά ότι υποστηρίζει τον πόνο. Αυτή η «αγάπη για την οδύνη» είναι απότοκο μιας κακής θεολογίας μιας εποχής, ή αποτέλεσμα παρανόησης της έννοιας του «λυτρωτικού πόνου», που για πολύ καιρό καλλιεργήθηκε στις συνειδήσεις των καθολικών. Αντιθέτως, όμως, στην αντίληψη της Καθολικής Εκκλησίας, ο πόνος δεν είναι κάτι που πρέπει να αποζητάμε. Είναι διαφορετικό να επιθυμεί κανείς να πονάει, φτάνοντας στο σημείο του μαζοχισμού, και είναι διαφορετικό να δέχεται και να προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τη δοκιμασία που του επιφυλάσσει η μοίρα του.

Σχετικά με το σημείο αυτό, γράφει ο David Le Breton, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Marc Bloch του Στρασβούργου, στο βιβλίο του «Expériences de la douleur»: «Η θυσία μερικές φορές γίνεται ακόμη και απολαυστική, όπως έχουν γράψει ορισμένοι μυστικιστές. Απόδειξη αγάπης, βεβαιότητα μιας μακαριότητας στη μετά θάνατον ζωή, απευθύνεται στον Θεό με ένα είδος χαράς. Όσο η πεποίθηση ότι ο Θεός είναι ευτυχής να τον δέχεται επιμένει, τόσο γίνεται πιο ελαφρύς να τον σηκώνουμε. Συνέπεια της αναπαράστασης του κόσμου, ο χριστιανισμός επινόησε ένα συμβολικό αναλγητικό που για πολύ καιρό επέτρεψε στους πιστούς να αντισταθούν στα δεινά τους, σε μια εποχή όπου τα φαρμακολογικά μέσα για να πολεμήσουν κατά του πόνου δεν υπήρχαν. Τους έδινε ένα σύστημα σκέψης, νοητικές εικόνες για να μειώσουν τις συγκλονιστικές διαστάσεις του πόνου τους. Τα δεινά τους, τα βάσανά τους είχαν νόημα και επιπλέον, χάρη σε αυτά, κέρδιζαν την αιωνιότητα πιο εύκολα από άλλους. Υπέφεραν σε αυτή τη ζωή, αλλά απαλλάσσονταν από τον πόνο στη μετά θάνατον ζωή. Ο πόνος γινόταν ένα πάθος, ένας δρόμος εξαγνισμού, πνευματικής ανανέωσης για μια θεϊκή και ευσπλαχνική αγάπη. Από μια καταστροφική δύναμη, γινόταν ένας δρόμος προς τη σωτηρία για όποιον είχε χτυπηθεί από κάποια συμφορά, αλλά εξίσου για εκείνον που την εφεύρισκε με μέλημά του να ενωθεί με τον πόνο του Χριστού επάνω στον σταυρό. […] Αναφορικά με τη σχέση με τον πόνο, η καθολική παράδοση ανοίχτηκε στις αξίες της εποχής της. Ο πόνος έχασε τη διάσταση της λύτρωσης, της ωρίμανσης του χαρακτήρα μέσα σε ένα σύγχρονο πλαίσιο όπου τα μέσα για να του αντισταθούμε είναι διάφορα και εύκολα προσβάσιμα. Η Καθολική Εκκλησία σήμερα καλεί τους πιστούς να μην παραμελούν καμία αναλγητική βοήθεια. Αν η θεολογία για πολύ καιρό επέμεινε γύρω από τον πόνο του Χριστού επάνω στον σταυρό, σήμερα μετατοπίζει το κέντρο βάρους στην αγάπη που συνδέεται με τη θυσία του. Φυσικά, παρά την πρόοδο των αναλγητικών ή της αναισθησίας, πολλά άτομα εξακολουθούν να αναφέρονται στον χριστιανισμό και να αντλούν από εαυτόν εσωτερικούς πόρους ώστε να αντιμετωπίσουν τα δεινά τους. Σε κάθε περίπτωση το σημαντικό είναι να καταστήσουμε τον πόνο νοητό και αποδεκτό. Τα θρησκευτικά συστήματα, που κάποιες φορές αναθεωρούνται και διορθώνονται σύμφωνα με την ιστορία και την έκταση των βασάνων των ανθρώπων, προσφέρουν πόρους νοήματος κατάλληλους για να κρατηθούν. Διδάσκουν προπαντός την αποδοχή και την υπομονή, υπογραμμίζοντας την ανάγκη του ανθρώπου που υποφέρει να εγκαταλειφθεί στον Θεό».

Πράγματι. Η χριστιανική παράδοση δεν εξηγεί τον πόνο που χτυπάει τον άνθρωπο. Αναγνωρίζει τον τυχαίο χαρακτήρα του, αλλά από την άλλη πλευρά, του δίνει λόγο ύπαρξης και έτσι προσφέρει παρηγοριά, ελλείψει οποιασδήποτε άλλης καταφυγής. Το να υποφέρουμε μαζί με τον Χριστό είναι τελικά ένας αποτελεσματικός τρόπος να μειωθεί ο πόνος. Η χριστιανική παράδοση όμως όντως μεταμορφώνει τον πόνο σε πηγή ωριμότητας για εκείνον τον πιστό που δέχεται τη δοκιμασία, κι εκείνο που διαφορετικά θα βιωνόταν ως τραγωδία, ως γεγονός χωρίς κανένα νόημα και καθαρά καταστροφικό, μετατρέπεται σε προσφορά προς τον Θεό. Το παράδοξο του «συναινετικού» πόνου του χριστιανισμού έγκειται σε αυτή την απόσταση που παίρνει ο χριστιανός από αυτόν, η οποία και τον επαναπροσδιορίζει και τον εμποδίζει να γίνει μαρτύριο.

pexels – Daniel Reche

Επομένως, όταν κάποια συμφορά χτυπήσει την πόρτα μας, το ότι υποφέρουμε σημαίνει ότι γινόμαστε «ιδιαίτερα ανοιχτοί στο έργο των λυτρωτικών δυνάμεων του Θεού, που προσφέρονται στην ανθρωπότητα στο πρόσωπο του Χριστού. Εν Χριστώ, ο Θεός επιβεβαίωσε την επιθυμία του να ενεργεί ιδιαίτερα μέσω του πόνου που είναι η αδυναμία του ανθρώπου και το άδειασμα του εαυτού του, και θέλει να κάνει γνωστή αυτή τη δύναμη ακριβώς μέσα σε αυτή την αδυναμία. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο Χριστός, μέσα από το σύνολο της διακονίας του της θεραπείας, δεν έκανε άλλο από το να επιχειρεί να ανυψώσει τον άνθρωπο από φυσικής, ψυχολογικής, κοινωνικής και θρησκευτικής άποψης. Η πίστη στον θάνατο και στην ανάσταση του Χριστού επιβεβαιώνει τη βούληση του Θεού να απομακρύνει τον άνθρωπο από το κλείσιμό του στον πόνο», αναφέρει η Αποστολική Επιστολή Salvifici Doloris.

Το έχουμε ακούσει ίσως, ότι ο Θεός δεν αφήνει κανέναν να αγωνίζεται έναν αγώνα που δεν είναι ικανός να κερδίσει. Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν πάντοτε χειρότερες καταστάσεις από τη δική μας. Εκείνο που φαίνεται ανυπέρβλητο, πολύ σκληρό και αδύνατο να ξεπεράσουμε, δεν είναι. Ο Θεός δεν μάς εγκαταλείπει στην αγωνία μας• η πιστότητά του παραμένει σε όλες τις περιστάσεις. Κι εμείς, όπως μάς λέει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (11, 30), ας πλησιάσουμε τον Χριστό: «Ελάτε σ’ εμένα όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, κι εγώ θα σας ξεκουράσω. Σηκώστε πάνω σας τον ζυγό μου και διδαχτείτε από το δικό μου παράδειγμα, γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και οι ψυχές σας θα βρουν ξεκούραση. Γιατί ο ζυγός μου είναι απαλός και το φορτίο μου ελαφρύ».

Αλλά όταν ένας άνθρωπος πονάει, δεν υπάρχουν ούτε εξηγήσεις ούτε εύκολα επιχειρήματα και έτσι οτιδήποτε και αν πούμε, μπορεί να ακουστεί ρηχό. Δεν υπάρχει απλή απάντηση στο πρόβλημα του ανθρώπινου πόνου. Υπάρχουν όμως πράγματα που ίσως μας βοηθάνε να προσεγγίσουμε τον πόνο, και όλοι μας χρειάζεται να μάθουμε ποια είναι αυτά, γιατί όλοι μας κάποτε θα βιώσουμε πόνο.

Πώς βρίσκουμε νόημα στον πόνο;

Πώς αντιμετωπίζουμε τον πόνο και πώς βρίσκουμε σε αυτόν νόημα, πόσο μάλλον να κάνουμε καλό μέσω του πόνου;

Ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι ο Θεός δεν θέλησε τον πόνο. Ακόμα κι αν αυτό δεν μας παρηγορεί, ας θυμόμαστε ότι ο Θεός μπορεί να φέρει το καλό μέσα από το κακό. Ο Θεός μπορεί να τον επιτρέπει για να μας αφυπνίσει και να μας κάνει να στραφούμε σε Εκείνον. Ο πόνος μπορεί επίσης να φέρει σοφία και να γίνει δάσκαλος: όπως παρατηρούμε, άνθρωποι μεγάλης σοφίας έχουν υποφέρει και έχουν επιτρέψει στον πόνο τους να τους φέρει βάθος και κατανόηση για τον εαυτό τους και για την ανθρώπινη εμπειρία, που θα ήταν αδύνατο να συμβεί χωρίς αυτόν. Υπάρχει και ένα άλλο νόημα στον πόνο. Ο Θεός θα μπορούσε να σώσει τον κόσμο με μια κουβέντα του, αλλά δεν το έκανε. Ο Θεός έσωσε τον κόσμο λαμβάνοντας μορφή ανθρώπου, ζώντας μια πραγματική ζωή και βιώνοντας αληθινό πόνο και τον θάνατο. Με αυτό το σώμα αναστήθηκε. Πράττοντας έτσι, ο Θεός δεν απομάκρυνε τον πόνο, αλλά τον μεταμόρφωσε. Η επιθυμία του Θεού να εναγκαλιστεί τον πόνο από αγάπη, έδωσε στον πόνο ένα νόημα και μια δύναμη που δεν είχε. Επιπλέον, ο Ιησούς έχει καλέσει κάθε άνθρωπο που του ανήκει να συμμετέχει στην δύναμή του. Έχει καλέσει όλους όσοι τον αγαπάνε να συμμετέχουν στην αποστολή του. Απέναντι στον πόνο, πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι η αγάπη του Θεού για εμάς είναι τόσο δυνατή ώστε δεν μπορεί να μάς εγκαταλείψει.

Το να σηκώνουμε τον σταυρό μας σημαίνει ότι δεχόμαστε με γαλήνη όλες τις δυσκολίες της ζωής, διότι είναι ξεκάθαρο ότι θα υπάρχουν. Σε στιγμές δυσκολίας και πόνου, οι άνθρωποι πρέπει να βρίσκουν τη δύναμη να ανανεώνουν την εμπιστοσύνη τους στον Θεό κι αυτό είναι δυνατό μέσω της λειτουργίας, της προσευχής και της ευχαριστιακής λατρείας. Το να προσφέρουμε τον πόνο μας είναι ένας ισχυρός τρόπος να γινόμαστε σαν τον Χριστό και να αγαπάμε τους άλλους όπως εκείνος μας αγαπά. Η προσφορά αυτή δίνει νόημα στον πόνο μόνο όταν ενώνουμε τον πόνο μας με τον πόνο του Χριστού επάνω στον σταυρό, χρησιμοποιώντας τον ως προσφορά για να φέρει καλό σε κάποιον άλλον.

Photo: pexels.com

Ο Χριστός μάς καλεί να συμμετέχουμε στο Πάθος του. Αυτό δίνει νόημα στον πόνο μας. Όσο δύσκολος και επώδυνος και αν είναι, δεν είναι πλέον άχρηστος και άνευ νοήματος. Εκείνο που πριν δεν είχε νόημα και προκαλούσε την απελπισία, δηλαδή ο πόνος, τώρα μπορεί να έχει νόημα και να τον υπομείνουμε με ελπίδα. Μέσω τη ένωσής μας με τον Ιησού, ο πόνος μας μπορεί να γίνει λυτρωτικός. Μπορούμε, με τα λόγια του αποστόλου Παύλου, να συμπληρώσουμε ό,τι λείπει από τις θλίψεις του Χριστού. Ίσως αναρωτηθούμε «τι μπορεί να λείπει από τις θλίψεις του Χριστού;». Η απάντηση είναι : το μερίδιό μας σε αυτές. Με την πίστη, προσφέρουμε τους πόνους μας στον Θεό και Εκείνος τους χρησιμοποιεί με μυστήριους και ισχυρούς τρόπους για τη λύτρωση του κόσμου μέσω της δύναμης της αγάπης. Έτσι με την πίστη, όταν υποφέρουμε, μπορούμε να βιώσουμε μια εσωτερική χαρά που έρχεται από την αγάπη, προσφέροντας τον πόνο μας στον Θεό, ενωμένοι με τον Ιησού, γενικά για τη σωτηρία του κόσμου και ακόμη, πιο ειδικά, για συγκεκριμένα άτομα.

Ως χριστιανοί δεν δίνουμε μια αφηρημένη απάντηση στη δύσκολη ερώτηση γιατί ο Θεός επιτρέπει τον πόνο. Η απάντησή μας είναι πολύ συγκεκριμένη. Η απάντηση είναι ο Ιησούς Χριστός, ο σταυρός και η ανάστασή του. Βαθμιαία, καθώς ο άνθρωπος δέχεται να σηκώσει τον σταυρό του ακολουθώντας τον Χριστό, ενώνοντας τον εαυτό του πνευματικά με τον Σταυρό του Χριστού, το λυτρωτικό νόημα του πόνου του αποκαλύπτεται. Δεν ανακαλύπτει αυτό το νόημα στο δικό του ανθρώπινο επίπεδο, αλλά στο επίπεδο του πόνου του Χριστού.

Κλείνοντας, παραθέτουμε και κάποιες βαθιές σκέψεις του Αυστραλού Ιησουίτη π. Richard Leonard, τις οποίες έγραψε μετά από μια προσωπική εμπειρία με μια ισοβίως επώδυνη κατάσταση και που έρχονται σε αντίθεση με όσα έχουμε συνηθίσει να ακούμε σχετικά με τον πόνο. Είναι σκέψεις γεμάτες ελπίδα.

«Απαντήσεις που συχνά ακούμε: ‘πρέπει να έκανες κάποια αμαρτία αρκετά σοβαρή ώστε να τιμωρείσαι εδώ στη γη’. ‘Ο πόνος σου είναι ο δρόμος για τον παράδεισο’, ‘Η οικογένειά σου πρέπει να είναι πραγματικά ευλογημένη, γιατί ο Θεός στέλνει τους μεγαλύτερους σταυρούς σε εκείνους που μπορούν να τους σηκώσουν’. Όλες αυτές οι απαντήσεις είναι δείγματα μιας πολύ κοινής θεολογίας, που κάνει τους ανθρώπους να ρωτάνε τι έχουν κάνει για να αξίζουν την κατάρα υπό την οποία θεωρούν ότι ο Θεός τους έχει θέσει. Συχνά ακούμε μια πολύ κακή θεολογία που στις δύσκολες στιγμές δεν έλκει τους ανθρώπους στον Θεό, αλλά που αλλοτριώνει. Μεγάλα πνεύματα στη διάρκεια των αιώνων έχουν δώσει κάποιες απαντήσεις , διαφορετικές, για το ερώτημα «πού είναι ο Θεός» ή «γιατί αυτός ο πόνος». Και είναι καλό που έχουν δοθεί κάποιες απαντήσεις, ωστόσο το πρόβλημα είναι ότι όταν βρισκόμαστε μέσα στο πρόβλημά μας και πονάμε, οι απαντήσεις αυτές δεν είναι επαρκείς.

Ο Θεός δεν στέλνει ευθέως πόνο, βάσανα και ασθένειες. Ο Θεός δεν μας τιμωρεί, τουλάχιστον όχι σε αυτή τη ζωή. Στον Ιωάννη 1, 5 διαβάζουμε ότι ο Θεός είναι φως που έλαμψε μέσα στου κόσμου το σκοτάδι. Επομένως θανάσιμα και καταστροφικά πράγματα δεν μπορούν να είναι στη φύση και στις ενέργειες του Θεού. Δεύτερον, παρά τις διάφορες εικόνες του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, στο πρόσωπο του Ιησού αποκαλύπτεται ένας Θεός της ζωής και όχι του θανάτου, της οικοδόμησης και όχι της καταστροφής, της συγχώρησης και όχι της εκδίκησης, της ίασης και όχι του πόνου. Και υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε έναν Θεό που επιτρέπει το κακό και σε έναν Θεό που προκαλεί τέτοιες πράξεις στους ανθρώπους. Υπάρχει μια πολύ κακή θεολογία που περιγράφει τον Θεό ως τύραννο και θα πρέπει να της αντισταθούμε.

Ο Θεός δεν στέλνει δυστυχήματα για να μας διδάξει, παρόλο που μπορούμε να μάθουμε από αυτά. Δεν χρειάζεται να κατηγορήσουμε τον Θεό ότι προκαλεί τον πόνο μας ώστε να τον αντιστρέψουμε και να τον χρησιμοποιήσουμε για καλό. Πρέπει να διατηρούμε τη λογική μας και να βλέπουμε ότι ο Θεός κάθε στιγμή της κάθε ημέρας κάνει ό,τι έκανε τη Μεγάλη Παρασκευή: Δεν επέτρεψε το κακό, τον θάνατο και την καταστροφή να έχουν τον τελικό λόγο, αλλά μέσω της δύναμης της εκπληκτικής χάρης του, μάς δίνει την ικανότητα να αξιοποιούμε στο έπακρο ακόμη και τις χειρότερες καταστάσεις και να αφήνουμε το φως και τη ζωή να έχουν τον τελικό λόγο. Η Κυριακή του Πάσχα είναι η απάντηση του Θεού στη Μεγάλη Παρασκευή: ζωή από τον θάνατο.

Ο Θεός δεν χρειαζόταν το αίμα του Ιησού. Ο Ιησούς δεν ήρθε στη γη για να πεθάνει, αλλά ο Θεός χρησιμοποίησε τον θάνατό του για να αναγγείλει το τέλος του θανάτου. Εδώ ερχόμαστε στην αντίληψη της θεολογίας του «προσφέρω τον πόνο μου»: αφού ο Ιησούς υπέφερε, ας υποφέρουμε κι εμείς. Παρόλα αυτά είναι δύσκολο να δεχθεί κανείς ότι ο τέλειος Θεός της αγάπης θύμωσε τόσο πολύ μαζί μας για την Πτώση ώστε μόνο ο φρικτός θάνατος του Υιού του επρόκειτο να αποκαταστήσει το χάσμα ανάμεσά μας. Δεν είναι ο μόνος τρόπος να εισέλθουμε στο μυστήριο της Μεγάλης Εβδομάδας. Η ερώτηση που έχει ενοχλήσει πολλούς πιστούς στη διάρκεια της ιστορίας του χριστιανισμού φαίνεται να είναι «Γιατί ο Ιησούς πέθανε;». Είναι μια λανθασμένη ερώτηση. Η σωστή είναι: «Γιατί σκότωσαν τον Ιησού;». Και αυτό θέτει τις τελευταίες μέρες του πάθους και του θανάτου του Ιησού σε εντελώς διαφορετική προοπτική. Ο Ιησούς δεν ήρθε απλώς και μόνο για να πεθάνει, αλλά για να ζήσει. Ως αποτέλεσμα του ριζοσπαστικού και θαρραλέου τρόπου που έζησε τη ζωή του, απειλούσε τις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αρχές της εποχής του τόσο ώστε τον εκτέλεσαν. Όμως ο Θεός είχε τον τελικό λόγο τη Μεγάλη Παρασκευή: την Κυριακή του Πάσχα.

Ο Θεός δημιούργησε έναν κόσμο που είναι κάτι λιγότερο από τέλειος στον οποίο ο πόνος, τα δεινά και η αρρώστια είναι πραγματικότητες. Κάποια από αυτά τα δημιουργούμε μόνοι μας και μετά κατηγορούμε τον Θεό: « Δεν μπορώ να πιστέψω σε έναν Θεό που αφήνει παιδάκια να πεθαίνουν». Όμως ο Θεός δεν είναι υπεύθυνος επειδή εμείς αρνούμαστε να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις που θα μεταμόρφωναν τον κόσμο σε ένα πιο δίκαιο και ίσο για όλους μέρος.

Ο Θεός περιμένει υπομονετικά για μια πρόσκλησή μας να εισέλθει στη ζωή μας σε οποιοδήποτε επίπεδο θέλουμε. Ο Χριστός μάς συναντά όπου είμαστε, μας αγκαλιάζει και μάς κρατάει κοντά του όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, και μάς βοηθά να βρούμε τον δρόμο. Είναι όπως ένας γονιός που διαπαιδαγωγεί. Μάς αφήνει να περιηγηθούμε στον δρόμο μας, αλλά βρίσκεται στο πλάι μας. Δεν εμποδίζει τα άσχημα πράγματα να συμβούν επειδή θέλει να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε με σιγουριά τις δυσκολίες. Όταν όμως υποφέρουμε, ο Θεός μένει μαζί μας, μάς υποστηρίζει και μάς παρηγορεί»…

Ιώβ ή ο Θεός στο εδώλιο